ELBOW: “Little Fictions”

Έβδομο άλμπουμ για τους Elbow από το Great Manchester, οι οποίοι συνεχίζουν με μία απώλεια, τον drummer τους, αλλά και εμπλουτισμένοι με χορωδίες και ορχήστρα στο “Little Fictions”.

Μία μπάντα που πειραματίστηκε αρκετά στα χρόνια που έχουν περάσει αλλά έδειξε μια εκνευριστική συνέπεια δίνοντας πολύ καλούς δίσκους που όμως κάτι τους λείπει για να τους αποκαλέσεις τέλειους. Ίσως η συνοχή. Με εξαίρεση μάλλον το καταπληκτικό Seldom Seen Kid (2008) και το πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο Asleep in the back (2001) με τον καταιγισμό ιδεών και το σχεδόν απίστευτο πάντρεμα progressive rock με alternative φόρμες.

Τι γίνεται λοιπόν στο Little Fictions; Καταρχήν έχει σχεδόν ελαχιστοποιηθεί η παραμόρφωση στις κιθάρες και λείπουν παντελώς τα  κιθαριστικά ξεσπάσματα του τύπου Bitten by the tailfly (που όμως όταν έγιναν ριφάκια στα επόμενα δυο άλμπουμ μάλλον δεν έπεισαν…). Είναι όμως πρωτοποριακό και περιέχει πολλές φρέσκες ιδέες, και κυρίως είναι συμπαγές και απόλυτα θετικό: μία εξώθερμη μουσική αντίδραση, αντανακλώντας παραπάνω από προφανώς μια ηλιόλουστη περίοδο στην προσωπική ζωή του τραγουδιστή και στιχουργού Guy Garvey, εν αντιθέσει με το μελαγχολικό Take off and landing of everything του 2014.  Ακόμα και το artwork του Robert Frank Hunter είναι απλό, αφαιρετικό, φυσικό, φουτουριστικό και λίγο ψυχεδελικό, απόλυτα συναφές με τη διάθεση του δίσκου που γράφτηκε σε ζεστά συναδελφικά sessions σε σοφίτες.

Το πρώτο κομμάτι (και πρώτο video clip), Magnificent, θα μπορούσε άνετα να διαφημίσει λαμπτήρες προδιαγραφών “warm white” ή ακόμα και να λιώσει τα χειμωνιάτικα χιόνια στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ένα πολύ ζεστό τραγούδι με όμορφη ενορχήστρωση από την Halle Orchestra που για τους κακεντρεχείς τείνει να μελώσει λίγο και να θυμίσει έως και Barry White. Το Gentle Storm (με το video remake του Cry των Godley and Creme) είναι ένα καλό παράδειγμα του πώς ένα απλό και ευθύ ρυθμικό κομμάτι μπορεί να μεταμορφωθεί σε κύκνο στα χέρια ενός χαρισματικού τραγουδιστή, σε αντιδιαστολή με το καταπληκτικό Trust the Sun που αποτελεί την πρώτη προσπάθεια να αναδυθεί το θέμα της αγάπης μέσα από πιο πειραματικές φόρμες και προσεκτικές ατμοσφαιρικές κιθάρες.

Η μπάντα ακολουθεί περισσότερο την πεπατημένη στα All Disco (Velvet meets Marillion) και Head For Supplies, για να ξαναπατήσει γκάζι στο Firebrand & Angel που σχεδόν σε μεταφέρει στο τζαμάρισμα στη σοφίτα με τον Garvey να σέρνει το χορό με μία εναλλακτική μελωδία στα φωνητικά, ενώ το Κ2 άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ραπάρισμα, λόγω και των ευρηματικών στίχων που μας δίνουν μια φλεγματική διήγηση της πρόσφατης ψυχοσύνθεσης του  “νησιού” (“I’m from a land with an island status”).

Ο Garvey ερμηνεύει νοσταλγικά το Montparnasse, φτάνοντας στο ομώνυμο κομμάτι που είναι και το μεγαλύτερο σε διάρκεια με μία πανέξυπνη μεταστροφή στη μέση του δρόμου, χαρίζοντας και μια από τις πιο upbeat στιγμές του άλμπουμ, καθώς και το στίχο ορόσημο που θέτει το θέμα της αγάπης με εξελικτικούς όρους: Let’s get old, Dare you now, Mix blood with me, All in, Love is the original miracle. Το κομμάτι χύνεται σχεδόν φυσιολογικά στο Kindling που για πρώτη φορά οδηγείται από μία απλή, πιθανόν χιλιοπαιγμένη κιθαριστική μελωδία που όμως κλείνει ιδανικά, λυτρωτικά το δίσκο.

Ο Guy Garvey παραμένει ένας απίστευτα ευέλικτος τραγουδιστής, απρόβλεπτος και ευρηματικός ακόμα και σε πιο απλές φόρμες τραγουδιών. Από τους πιο πειστικούς και ανθρώπινους παραμυθάδες εκεί έξω. Όπως και να το κάνουμε, είναι ο πρωταγωνιστής του δίσκου που όμως είναι ένα απόλυτο προϊόν συνεργασίας των τεσσάρων πλέων μουσικών.
Πέραν των λίγων εκθαμβωτικών στιγμών (βλέπε Magnificent), είναι αλήθεια ότι κάποια κομμάτια κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν υποτονικά από επιπόλαιους ακροατές που δε θα δώσουν τη δέουσα προσοχή, ιδίως απουσία πολλών ρεφραίν και πιασάρικων ριφ. Όπως και στα δύο τελευταία άλμπουμ πρέπει να ξύσεις αρκετά κάτω από την επιφάνεια και τις σχετικά απλές φόρμες των τραγουδιών για να ανακαλύψεις τον πειραματισμό που εσωκλείει ο δίσκος.

Οι Elbow παραμένουν δογματικά μια μπάντα που πειραματίζεται μέσα στο δικό της σύμπαν, εκεί που τέμνεται το chamber pop των Divine Comedy και του Scott Walker με το art rock των Talk Talk και του Bowie, το alternative  των Radiohead με το prog των Genesis ή καλύτερα του Peter Gabriel. Το δυσκολότερο στοίχημα φυσικά ήταν είναι και θα είναι να ικανοποιήσουν πλήρως όλη την πιθανή πελατεία… Αλλά κανένας δε μπορεί να τους κατηγορήσει ότι εκφυλίστηκαν σε Coldplay. Σε Warmplay ίσως.

885
About Χρήστος Αθανασιάδης 48 Articles
Έχει απαρνηθεί δις το metal ψάχνοντας το νόημα σε άλλα ιδιώματα και ισάριθμες φορές έχει επιστρέψει γονυπετής ζητώντας άφεση αμαρτιών. Στο μουσικό πεντάγραμμο πάντως αναζητά το σημείο κάπου στο άπειρο που τέμνονται η post-πνευματικότητα των Talk Talk, η επιτυχία στις μεταγραφές του Miles Davis, ο χαμαιλεοντισμός των Bowie/Eno, η συναισθηματική νοημοσύνη των Rush και η ευφυής δημιουργία των original Queensryche.