DISPERSE: “Foreword”

Από το 2010 που οι Πολωνοί βιρτουόζοι έκαναν το πρώτο τους δισκογραφικό βήμα με το άλμπουμ “Journey Through The Hidden Gardens”, έχει διανυθεί μια μεγάλη απόσταση. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί και κάποια μεγάλη έκπληξη, καθώς η εξέλιξη μοιάζει να αποτελεί μια φυσική κατάσταση για τους Disperse.

Φέτος επιστρέφουν με το τρίτο τους άλμπουμ που έχει το δύσκολο ρόλο να διαδεχτεί το “Living Mirrors” του 2013. Δυο αλλαγές στο rythm section του σχήματος, έφεραν τους Wojtek Famielec στο μπάσο και Mike Malyan στα τύμπανα, να συμπράττουν μαζί με τους Jakub Zytecki στην κιθάρα και Rafal Biernaci σε φωνητικά και πλήκτρα.

Πολλές φορές συνηθίζουμε να λέμε για κάποια γκρουπ με περίεργο μουσικό ύφος, “πες μου ποιο κοινό σε ακούει, να σου πω τι μουσική παίζεις”. Οι Disperse, και με μια μεγάλη δόση αυτής της λογικής, έχουν ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο του prog rock-metal: είναι άλλωστε γνωστή η δύναμη και η παραγωγικότητα της αντίστοιχης πολωνικής σκηνής τα τελευταία χρόνια.

Με το “Foreword” μοιάζει να αποβάλλουν οποιοδήποτε βαρύ ηχητικά στοιχείο είχε απομείνει στο δεύτερο άλμπουμ τους. Κι αυτό δεν γίνεται με μια κίνηση τακτικής και σκοπιμότητας. Αυτήν τη στιγμή το γκρουπ έχει ενεργοποιηθεί συνθετικά σε έναν χώρο ιδιαίτερο που δύσκολα συνδέεται με οτιδήποτε περιλαμβάνει το συνθετικό “metal”, και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και τον όρο “rock”.

Πριν παρερμηνευτούν αυτές οι περιγραφές, πρέπει να θυμηθούμε και να επικυρώσουμε και με το “Foreword” πως έχουμε να κάνουμε με ένα από τα πιο τεχνικά μουσικά σχήματα του ευρύτερου prog ακροατηρίου. Οι Disperse, ορμώντας στην εξέλιξη της καρδιάς τους, συνεχίζουν να είναι μια υπέροχα περιπετειώδης, τεχνική μπάντα. Μεγάλες δόσεις των Cynic, για παράδειγμα συνεχίζουν να ζουν μέσα τους, όμως ηχητικά έχουν στραφεί σε πιο φωτεινές και κρυστάλλινες εκφράσεις.

Τα τραγούδια του “Foreword” έχουν μια εκπληκτική εμμονή στη λεπτομέρεια, είναι τόσο περιεκτικά και καλοφτιαγμένα που τα μικρότερα σε διάρκεια δίνουν την εντύπωση πως κρατούν περισσότερο και τα μεγαλύτερα ρέουν με μια όμορφη ευκολία. Η συνολική αίσθηση του άλμπουμ είναι αυτή του φωτός και της θετικής διάθεσης. Σε πολλά τραγούδια συνυπάρχουν pop στοιχεία, σύντομα περάσματα από παιδικά χορωδιακά φωνητικά, άφθονα samples και διακριτικά ηλεκτρονικά στοιχεία: όλα όμως μοιάζει να τα έχουν δαμάσει σε ένα ομοιογενές ύφος που γεννά προσιτά, όμορφα, φωτεινά τραγούδια με περίτεχνο παίξιμο, τόσο περιπετειώδες και ανατρεπτικό που κρατά την προσοχή σου ακόμα και σε ambient διαστήματα.

Αν και είναι δύσκολο να περιγράψεις το “Foreword” με παραλληλισμούς, θα έλεγε κανείς πως ακούγεται σαν ένα ισόποσο χαρμάνι των “The Sea And Cake”, των μελωδικών indie post rockers με πολλά jazz στοιχεία, από το Chicago, και των prog metal fusion “7 For 4” του πρώην κιθαρίστα των Sieges Even, Wolfgang Zenk, αν και είναι σχεδόν απίθανο να έχουν ακούσει οι Disperse τους πρώτους.

Στα περισσότερα από τα τραγούδια του πρώτου μισού του άλμπουμ, μονομαχούν οι φιλικές, αέρινες μελωδίες με περίτεχνα, πολύπλοκα μουσικά θέματα. Το κοκτέιλ αναδεικνύεται πιο γρήγορα και φανερά στα “Surrender” και “Tomorrow”. To “Tether”από την άλλη, είναι περισσότερο σμιλευμένο με ένα χαρακτήρα single, με έντονο pop αέρα και μια ελεγχόμενη light fusion δόση.

Τα δυο μεγαλύτερα σε διάρκεια τραγούδια του άλμπουμ κυλάνε μαζί στον πυρήνα του. Πρώτα το “Sleeping Ivy” με μια ντελικάτη, σχεδόν υπερβατική ατμόσφαιρα, εξωτικά ηλεκτρονικά φωνητικά μέρη, έχει μια όμορφη αλλαγή πλεύσης στην πορεία και παράγει πολλά διαφορετικά χρώματα και εντυπώσεις. Το “Does it matter how far” χωρίζεται στο πρώτο instrumental μέρος του και ολοκληρώνει τη σχεδόν 10λεπτη διαδρομή του με την νηφάλια παρέμβαση των φωνητικών.

Μέσα από το ευπρόσδεκτα ρυθμικό “Neon” και το πλούσιο σε κιθαριστική δουλειά διαφορετικών αποχρώσεων, “Gabriel”, το άλμπουμ κλείνει με το κάπως πιο μυστηριώδες και ύποπτο “Kitos”.

Και κάπως έτσι επιστρέφουμε στη φράση “πες μου το κοινό σου, να σου πω ποιός είσαι”.

Τουλάχιστον στις συνειδήσεις των καινοτόμων ακροατών υπάρχει πάντα ο σεβασμός και ο θαυμασμός γι’  αυτούς που τολμούν και ρισκάρουν. Κι ο σεβασμός πάντα δίνει περισσότερο χρόνο. Κι ο χρόνος φέρνει τελικά αυτό που κάποιοι με όραμα και ταλέντο φαντάστηκαν πως θα συμβεί πριν από μας.

803
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…