Ταξιδιώτες από το 1999 σε έναν κόσμο αντιθέσεων, οι αυστραλοί Voyager από το Perth, διασχίζουν πια το στοιχειωμένο μίλι του έκτου δίσκου τους.
Ηχητικά προσκείμενοι στον ευρύτερο τομέα του progressive metal, έχουν το προνόμιο να κουβαλούν μια μοναδικότητα που τους διαχωρίζει φανερά. Κι αυτό συνεχίζει να δυναμώνει στο “Ghost Mile”, όπως συμβαίνει διαρκώς τα τελευταία χρόνια.
Ένας αλλόκοτος δικηγόρος είναι ο βασικός λόγος της ιδιαιτερότητας των αυστραλών. Όταν δεν ασκεί το επάγγελμά του στις αίθουσες των δικαστηρίων, βρίσκεται πίσω από το μικρόφωνο και τα πλήκτρα, αναλαμβάνει όμως και μεγάλο μέρος της συνθετικής ευθύνης του γκρουπ και όλης των στίχων.
Ο Daniel Estrin δεν μπορεί να χαρακτηριστεί τυπικός metal τραγουδιστής. Κυρίως, δεν εκρήγνυται σχεδόν ποτέ. Η μυστική συμφωνία με τον εαυτό του είναι να μεταφέρει μια διαρκή φωνητική αξιοπρέπεια που στιγμές αγγίζει μια ιδιόμορφη εκφραστική αριστοκρατία. Σε ένα κόσμο άμεσα διακριτών διαφοροποιήσεων, ο Estrin θα είχε δημιουργήσει ήδη τη δική του σχολή. Αντί γι’ αυτό, αρκείται στο ομαδικό παιχνίδι μουσικής κατασκοπείας ολόκληρου του γκρουπ, οδηγώντας αυτό το παιχνίδι σε νέα εκφραστικά μονοπάτια.
Κατά έναν εσωστρεφή και όμορφο τρόπο, αυτό είναι οι Voyager: κατάσκοποι της γοητευτικής μελωδικής δύναμης της κλασικής pop και new wave μουσικής των 80’s που περιφέρονται περιπετειώδεις στα σημερινά επιμεταλλωμένα μουσικά ιδιώματα και διαλέγουν κοστούμια για τις εθιστικές μελωδίες τους.
Η ερμηνευτική τακτική του Estrin είναι ένας εκπληκτικός προωθητικός τρόπος να γίνουν τα τραγούδια εν δυνάμει singles ενός μάλλον ξεχωριστού ιδιώματος: ο άνθρωπος χρησιμοποιεί πολύ ιδιαίτερα τον χρόνο και το ρυθμό, οι αναμονές, οι ακολουθίες, οι τρόποι που τοποθετεί τις λέξεις και τις εναλλαγές αναδεικνύουν τελικά μια αμεσότητα στον σκοπό του τραγουδιού.
Το υπόλοιπο πλήρωμα είναι μια πειθαρχημένη μηχανή που έχει μάθει πια να αναπαράγει το Voyager χρωμόσωμα . Η κυρία Simone Dow μαζί με τον Scott Kay ισορροπούν στις διαδοχές των κιθαριστικών ριφ, επιδιώκοντας σχεδόν μόνιμα ένα πάντρεμα του groove και της μελωδίας. Στην πραγματικότητα, όπως έχουν και οι ίδιοι ομολογήσει, αισθάνονται παραπάνω από βολικά στο στρογγυλεμένο djent του “Polaris” των TesseracΤ, χωρίς να αντιγράφουν φτηνά τις συντεταγμένες του. Ο Alex Canion ομαλοποιεί με το μπάσο του τις μεταβάσεις, ενώ ο ντράμερ Ashley Doodkorte εμφανίζει έναν πρωταγωνιστικό χαρακτήρα και κάνει τις κορνίζες των αυστραλών συναρπαστικές.
Μεγάλο μερίδιο στο εύστοχο αποτέλεσμα του “Ghost Mile” παίζει αναμφισβήτητα ο ήχος. Με επιδίωξη μοντέρνος, κοντά στα δεδομένα του djent χώρου αλλά ταυτόχρονα με μια πιο φιλική και ευπρόσδεκτη επιδερμίδα, έχει την ανάλογη διαύγεια να μην κουράσει ποτέ το αυτί. Ο ήχος στο σύνολό του μοιάζει να κατακτά τελικά όλα αυτά τα στοιχεία ιδιωμάτων όπως το post metal ή το djent ή και περιστασιακά blast beats, και να τα οικειοποιείται σε αυτή την παρατεταμένη επίδειξη μελωδικής αξιοπρέπειας. Τα keyboards συνεργούν σε αυτή την κουμπωμένη ως το λαιμό αξιοπρέπεια ακόμα κι όταν γίνεται μελαγχολία. Πάνω από όλα επιπλέει η φωνή που μοιάζει να πιστεύει ακόμα στην περιγραφή που είχε δώσει ο ίδιος στη μουσική των Voyager πριν λίγα χρόνια: “pop on top and prog on the bottom”.
Όσο κι αν συνολικά η μουσική εμφανίζεται περισσότερο επιθετική και έντονη, η πειθαρχία στην γλυκόπικρη γοητεία των Voyager υπερισχύει. Το “Ghost Mile” περιέχει τον εσωτερικό υπαινιγμό της ματαιότητας των περισσότερων πραγμάτων από αυτά που κάνουμε πάνω στη γη.
“Αnd we’re walking a ghost mile to war”, αναφέρει ο στίχος στο ομότιτλο σπρώχνοντας στη συνειδητοποίηση της ασημαντότητας των πράξεών μας. Η δύναμη του αφορισμού αυτού δεν πρέπει να μας κάνει κυνικούς και αδιάφορους όπως υποστηρίζει κι ο ίδιος ο Estrin, όχι μόνο στα λόγια αλλά και στη μουσική καταγραφή αυτής της βαριάς διαπίστωσης στο “Ghost Mile”.
Άλλωστε τόσα πολλά ζητήματα είναι θέμα αποφάσεων και οι Voyager εδώ και τέσσερα χρόνια απολαμβάνουν την αύξηση της δημοτικότητάς τους με μια επιτέλους σταθερή σύνθεση και για πρώτη φορά ηχογραφούν δεύτερο συνεχόμενο άλμπουμ χωρίς αλλαγή μέλους, ο παράξενος δικηγόρος έχει μάθει πια να διασκεδάζει το γεγονός πως ο κόσμος μπερδεύει ονόματα όπως οι Tears For Fears, A-Ha, Duran Duran με τους TesseracT ή ακόμα και με death metal αναφορές, και όλοι τους μπορούν να καυχηθούν πως παρέδωσαν το καλύτερο άλμπουμ της καριέρας τους. Από το λαμπερό “Ascension” ως το μυστηριώδες, αστικό, περιγραφικό “As the city takes the night” που κλείνει το άλμπουμ, υπάρχουν μόνο λόγοι να επιμείνεις και να επαναλάβεις.
Αν η απόσταση από το παρόμοιο, η ισορροπημένη πολυπλοκότητα και η ικανότητα της μελωδικής αποπλάνησης θεωρούνται χαρίσματα, τότε οι αυστραλοί εμφανίζονται έτοιμοι να ξεκλειδώσουν πολλές νέες συνειδήσεις ακροατών. Και να δημιουργήσουν τις ίδιες συναρπαστικές εντυπώσεις σε εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους…
713