NIGHT RANGER: “Don't Let Up”

Πάνε κιόλας 35 χρόνια από εκείνο το ντεμπούτο, το “Dawn Patrol” του 1982.

Ο Jack Blades, πρώτη φωνή και μπασίστας των rockers από το San Francisco, ισχυρίζεται πως του φαίνεται σα να πέρασαν μόλις 35 μέρες, επιχειρώντας προφανώς να απομακρύνει κάθε υποψία παρωχημένου για τη σημερινή υπόσταση των Night Ranger.

Άλλωστε, στην πραγματικότητα, οι σημερινοί Night Ranger έχουν σαν πυρήνα μια ισχυρή τριάδα ιδρυτικών μελών: μαζί με τον Blades, συνεχίζουν ο ντράμερ και υποστηρικτής των φωνητικών, Kelly Keagy και ο κιθαρίστας Brad Gillis, τον οποίο ο περισσότερος κόσμος γνωρίζει σαν τον κιθαρίστα του Ozzy Osbourne στο live album “Speak Of The Devil”. Ο Gillis είχε δεχτεί νέα πρόταση από τον Ozzy, αμέσως μετά το θάνατο του Randy Rhoads, προτίμησε όμως τότε να παραμείνει στους Ranger.

Tους “παλιούς” πλαισιώνουν ο Eric Levy στα keyboards και ο, φρεσκότερος όλων,κιθαρίστας Keri Kelli, που αντικατέστησε τον Joel Hoekstra όταν αυτός προσχώρησε στους Whitesnake το 2014. 

Οι ίδιοι αντιμετωπίζουν την πρόκληση του νέου τους άλμπουμ σαν το τελευταίο μέρος μιας τριλογίας (μετά τα “Somewhere In California” του 2011 και το “High Road” του 2014), που συστήνει ουσιαστικά στο κοινό τους σύγχρονους Night Ranger.

Ο πρωταρχικός στόχος ήταν να αναπαραχθεί στις ηχογραφήσεις και το ύφος των νέων συνθέσεων, η live αισθητική του γκρουπ: άλλωστε η ιστορία τους θεμελιώθηκε και γιγαντώθηκε, ιδιαίτερα την περίοδο της μεγάλης απήχησης, με αμέτρητες περιοδείες από το ξεκίνημα της καριέρας τους. Οι τρεις βασικοί συνοδοιπόροι δούλεψαν αρκετά τζαμάροντας στους δικούς τους χώρους, δίνοντας μορφή στις αρχικές ιδέες και οι δύο νεώτεροι πρόσθεσαν τα στολίδια τους, πάντα με σεβασμό στη συνθετική νοοτροπία του γκρουπ.

Το “Don’t Let Up” είναι στο σύνολό του ένα up tempo άλμπουμ, με φανερή ψυχαγωγική διάθεση. Οι μουσικοί ακούγονται να το διασκεδάζουν πραγματικά, και πέρα από την εκτελεστική ευχέρεια όλων, που ήταν αναμενόμενη άλλωστε, υπάρχει σπουδαία κιθαριστική δουλειά στο άλμπουμ. Ταυτόχρονα με τον ζωντανό ήχο, που θέλει να υπενθυμίσει το live αίσθημα, η ελευθεριότητα και η χαλαρότητα που έχουν οι μουσικοί, περνώντας σύντομα διαστήματα με μια έξυπνη αίσθηση αυτοσχεδιασμού, δίνουν ακόμα περισσότερο το στίγμα ενός ραδιοφωνικού hard rock πάρτι.

Το “Somehow someway” αποτελεί έναν ιδανικό προάγγελο της γενικής διάθεσης και ένα από τα highlights του άλμπουμ, με όμορφα, χαρακτηριστικά θέματα στις κιθάρες και τα φωνητικά, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο ομότιτλο που αποτελεί ένα κομψό single με μελωδίες παγίδες. Το “Day and night” έχει επιτακτικό, στακάτο ρυθμό, το “(Won’t be your) Fool again” πιο blues hard χαρακτήρα, το “Comfort me” έχει από τις καλύτερες ισορροπίες ενέργειας και μελωδίας στο δίσκο.

Το “We can work it out”, με την μελωδική φωτεινότητα και ελαφρότητα, φιλοξενεί ένα φωνητικό ντουέτο των Blades/Keagy και δεν έχει σχέση με το ομότιτλο τραγούδι των Beatles. Σε παραπλήσια διάθεση το “Nothing left of yesterday” που κλείνει το άλμπουμ, ενώ το “Truth” που είναι και το αγαπημένο του Brad Gillis, με την επιβλητική, εσωτερική του μελωδικότητα και την ενδιαφέρουσα εξέλιξη και τα πολλά χρώματα στις διαθέσεις, αποτελεί ,αν όχι το κορυφαίο, ένα από τα στολίδια του “Don’t Let Up”.

35 χρόνια δεν μπορεί να μοιάζουν με 35 μέρες και σίγουρα το 12ο άλμπουμ ενός γκρουπ που διένυσε τόσο χρόνο δεν μπορεί εύκολα να τρυπήσει τη δυσπιστία των κυνικών. Οι Night Ranger όμως έπαιξαν το παιχνίδι τίμια, έγραψαν μουσική με λόγο ύπαρξης και όσοι τους παρακολουθούν ή είναι φίλοι αυτού του ήχου, δίκαια θα τους τιμήσουν.

588
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…