Ο νορβηγός Jorn Lande θεωρείται δικαιωματικά μία από τις κορυφαίες σύγχρονες φωνές του metal, ένας τραγουδιστής που στέκεται ερμηνευτικά ανάμεσα στον ανεπανάληπτο Ronnie James Dio και τον θρύλο David Coverdale.
Με βάση πάντα τα μελωδικά ηχοτοπία του metal, ο νορβηγός έχει να παρουσιάσει μια πλούσια δισκογραφική παρουσία, από το μελωδικό hard των Vagabond, The Snakes, στο progressive metal των Ark και των Beyond Twilight, το συμφωνικό των Mundanus Imperium, το μελωδικό power metal των Masterplan, όπως και πλήθος από συμμετοχές και συνεργασίες.
Το “Life On Death Road” είναι το ένατο προσωπικό του άλμπουμ. Μια νέα σύνθεση συνεργατών επιχειρεί να δυναμώσει το εγχείρημα: ο γνώριμος, σε όσους έχουν έστω και επιδερμική σχέση με το είδος, Mat Sinner (Sinner, Primal Fear) στο μπάσο, ο Alex Beyrodt (Primal Fear, Voodoo Circle) στις κιθάρες, o Francesco Iovino (Primal Fear) στα ντραμς κι ο Alessandro Del Vecchio στα keyboards αλλά και την παραγωγή του άλμπουμ, συνθέτουν μια ομάδα εκτελεστικής αρτιότητας.
Δύο χρόνια δουλειάς πάνω σε δώδεκα νέα τραγούδια οδήγησαν στο αποτέλεσμα του “Life On Death Road”. Οι συντεταγμένες είναι λίγο πολύ γνωστές, ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε με τον αυτόνομο Lande στις προσωπικές του κυκλοφορίες. Τότε, ο νορβηγός ερμηνευτής δεν είναι καθόλου φειδωλός να αποτίσει φόρο τιμής και να προσαρμόσει τα συνθετικά του βήματα πάνω στα μεγάλα του ινδάλματα, ακολουθώντας με επαναληπτική συνέπεια την βασική δομή του 80’s metal.
Το μεγάλο στοίχημα είναι να καταφέρει, διατηρώντας τις αρχέτυπες δομές του heavy rock των Dio και το hard των Whitesnake, μπολιασμένο με σύγχρονο ήχο και δύναμη στην παραγωγή, να κρατήσει συνθετικά το ενδιαφέρον του ακροατή. Μεγάλο μέρος του στοιχήματος κερδίζει μόνη της η φωνή του Lande που εμπλουτίζει με τη δύναμη και το χρώμα της κάθε τραγούδι χωριστά, ζωντανεύοντας ακόμα και δευτερεύουσες, συνθετικά, στιγμές του άλμπουμ.
Τα περισσότερα από τα τραγούδια, με οδηγό και φυσικό πρωταγωνιστή τα φωνητικά, έχουν το δέλεαρ της άμεσης, γρήγορης επαφής με τον ακροατή, κάτι που ενισχύεται σημαντικά κι από τις χαρακτηριστικές μελωδίες. Αυτό αντιμετωπίζεται ξεκάθαρα στα τραγούδια που έχουν το dna του single όπως τα ” “Hammered to the cross (The business)”, “Love is the remedy”, “Fire to the sun” ή το αυτοβιογραφικό tribute “Man of the 80’s”.
Αναμφίβολα αφιερωμένο στο φαλλικό μικρόφωνο του “Δαβίδ” το “I walked away”, ενώ την Sykes-era θα τιμήσει το “Blackbirds” στο φινάλε του άλμπουμ. Αν προσθέσει κανείς το καλογραμμένο ομότιτλο που κουράζει μόνο στο σόλο του και την αξιομνημόνευτη μπαλάντα “The optimist”, υπάρχει ένα άθροισμα τραγουδιών που θα ικανοποιήσει απόλυτα κάθε οπαδό της φωνής και του μουσικού γούστου του Lande.
Αυτό που συνεχίζει να χρωστά στον εαυτό του αυτός ο μεγάλος ερμηνευτής είναι ένα άλμπουμ που θα χαρακτηριστεί ιστορικό και θα μνημονεύεται σαν ορόσημο. Για την ώρα, κρατάμε και χαιρόμαστε την απόλαυση της συνέπειας και περιμένουμε την υπέρβαση.
652