SOUP: “Remedies”

Δεν τους λες και πρωτοεμφανιζόμενους τους νορβηγούς νεωτεριστές rockers του ηγέτη τραγουδιστή, κημπορντίστα και συνθέτη Erlend Aastad Viken.

Mε μια διαδρομή που έχει την αφετηρία της περίπου 13 χρόνια πριν στο Trondheim, και με την έκτη πρόσφατη δισκογραφική παρουσία τους, εύκολα τους χαρακτηρίζεις άγνωστους, ή μάλλον παραγκωνισμένους.

Πέρα από τα πλούσια παράσημα στους υπόγειους μουσικούς κύκλους, οι Soup δεν έχουν να καυχηθούν και για σημαντικά διαβατήρια στο χώρο του mainstream. Στην πραγματικότητα κάποτε, τον Αύγουστο του 2012, άνοιξαν για τους Opeth στο “Studentersamfundet”…

Όσο όμως κι αν φαίνεται παράξενο, οι Soup έκαναν δύο εμφανίσεις στη χώρα μας, τον Απρίλιο του 2013 σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, ενώ παρουσιάστηκαν στο γνωστό τηλεοπτικό show “Ράδιο Αρβύλα”…!

Η σημερινή σύνθεση των νορβηγών περιλαμβάνει επίσης τους Orjan Langnes στις κιθάρες, τον Jan Tore Megard στο μπάσο, ενώ το 2015 προσχώρησε στη μπάντα ο ντράμερ Espen Berge και μετά την ολοκλήρωση των ηχογραφήσεων του “Remedies”, o Pal Ramsoy-Halle που θα ενισχύει τη ζωντανή απόδοση των τραγουδιών στις κιθάρες, τα πλήκτρα και τα δεύτερα φωνητικά. Την παραγωγή του άλμπουμ έκανε ο “πολύς” Paul Savage (Mogwai, Franz ferdinand).

Δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα να περιγράψεις με ακρίβεια τη μουσική των Soup: έχουν συχνά χρησιμοποιηθεί τα ονόματα των Steven Wilson, Sigur Ros, Mogwai και Explosions In The Sky, σκιαγραφώντας ακριβώς αυτή την πολυσχιδή αίσθηση που δημιουργούν. Αφήνοντας τους ίδιους λοιπόν να αποπειραθούν, μεταφέρω την περιγραφή του “γραφιά” Justin Carlton, την οποία οι νορβηγοί αναδημοσιεύουν στην επίσημη ιστοσελίδα τους: “οι Soup συνδυάζουν την ατμόσφαιρα των Pink Floyd, τα καλαίσθητα ηλεκτρονικά στοιχεία των Postal Service και την προσέγγιση τραγουδοποιίας των Mew”…

To “Remedies” είναι ένα άλμπουμ που διαρκεί λίγο περισσότερο από 42 λεπτά και πάντα τελειώνει με μια έντονα ακόρεστη αίσθηση. Είναι μάλλον η συνολική προσέγγιση του άλμπουμ που οικοδομεί μια ευγενική επιστροφή σε μνήμες και γεγονότα.

Από τους σημαίνοντες τίτλους μέχρι τους στίχους και τη βασική διάθεση, ο πλοηγός του “Remedies” είναι αναμφισβήτητα η νοσταλγία. Η σημασία και ο σκοπός του δίσκου, όπως προκαταβολικά μαρτυρά και ο τίτλος του, είναι η πετυχημένη προσέγγιση και επιστροφή σε όλα αυτά που κουβαλά κανείς μέσα του και η λύτρωση, η θεραπεία.

Η διστακτική, ακουστική, ευγενική έναρξη του “Going somewhere” υποδηλώνει αυτή την αμφιβολία, τον δισταγμό, την έλλειψη ασφάλειας. Το μοίρασμα του χρόνου ανάμεσα στις φωνητικές αφηγήσεις και στο μουσικό άπλωμα της περιγραφής της ιστορίας είναι ένα χαρακτηριστικό της τακτικής των Soup που επαναλαμβάνεται σε όλα τα τραγούδια του άλμπουμ. Με εξαίρεση το “Audion”, ένα δίλεπτο ιντερλούδιο με εκκλησιαστικό όργανο, το άλμπουμ ουσιαστικά αποτελείται από τρεις μακροσκελείς, ντελικάτες ιστορίες.

Η δεύτερη έχει τον ποιητικό τίτλο “The boy and the snow”, ένα έντονο άρωμα επιστροφής σε περασμένες εποχές, ένα ταξιδιάρικο μούδιασμα, μια εντύπωση ονείρου. Οι συγκρούσεις εκφράζονται ιδανικά με τις φορτισμένες post rock κορυφώσεις της ιδιαίτερης, στοιχειωμένης ανατομίας των Soup.

Η μεγαλύτερη σε διάρκεια ιστορία του άλμπουμ ξεπερνά τα 13 λεπτά και είναι το “Sleepers”. Mια φιλτραρισμένη 70’s αίσθηση φωνητικών με τα διακριτικά συνοδευτικά βήματα του φλάουτου οδηγούν το τραγούδι στο κυρίως μέρος του, όπου ο ρυθμός και οι περιγραφές του συναισθήματος δημιουργούν μια συναρπαστική συρραφή και μια συνεχή ώθηση σε κάτι μακρύτερο, μια υπόσχεση πέρα από το προφανές: ένα τραγούδι που σχεδόν κλέβει την παράσταση.

Το επαναλαμβανόμενο θέμα στο τελευταίο τραγούδι του άλμπουμ, “Nothing like home”, καταφέρνει με έναν ιδιοφυή τρόπο να συγκεντρώσει τις εντυπώσεις όλων των διστακτικών επιστροφών του “Remedies”. Πάνω από την απουσία απόφασης ή κατάληξης, υπάρχει η επικράτηση της νοσταλγίας με όλες τις αντανακλάσεις της.

Ο Erlend Aastad Viken και οι μουσικοί συνοδοιπόροι του συνεχίζουν με τον έκτο τους δίσκο την απερίσπαστη δημιουργική διαδρομή τους. Πέρα από τα συστατικά του post rock, της ψυχεδέλειας, του 70’s prog rock, του εμπλουτισμού των samples και των ηλεκτρονικών στοιχείων, πρωταρχική σημασία συνεχίζει να αποτελεί η σχηματοποίηση της εντύπωσης, της αίσθησης, της ατμόσφαιρας και η αποκρυπτογράφηση της νοσταλγίας.

Σε ένα ταξίδι περίπου 42 αδιαίρετων λεπτών κόντρα στην περιφρόνηση…

714
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…