STEVEN WILSON: “To The Bone”

Το ημερολόγιο της αμφισβήτησης είναι περίεργο και μπορεί να φυτρώσει πολύ νωρίς. Ο Steven Wilson με την ολοκλήρωση της δημιουργίας του νέου του, 5ου προσωπικού άλμπουμ, δήλωσε ανακοινώνοντας την κυκλοφορία του, πως είναι εμπνευσμένο από ιδιαίτερα φιλόδοξα “progressive pop” άλμπουμ που είχε αγαπήσει στη νιότη του.

Έγινε, μάλιστα, ακόμα πιο συγκεκριμένος, αναφέροντας τα παραδείγματα των “So” του Peter Gabriel, “Hounds Of Love” της Kate Bush, “Colour Of Spring” των Talk Talk και “Seeds Of Love” των Tears For Fears. Μέσα στον Μάοο διέρρευσε το πρώτο single του “To The Bone” με τον τίτλο “Pariah” και τη συμμετοχή της Ninet Tayeb. Οι πρώτες διστακτικές μουρμούρες είχαν ήδη αρχίσει να ανθίζουν.

Αρχές Ιουνίου κοινοποιείται το δεύτερο single, το “Song of I”, με τη συμμετοχή αυτή τη φορά της Sophie Hunger. Ήταν σα να υψώθηκε η σημαία της αφετηρίας της γκρίνιας ανάμεσα στους στρατολογημένους fans του Wilson που άρχισαν να τον περνούν γενεές δεκατέσσερις…

Θα θεωρήσω πως ο Wilson μάλλον έχει πλούσια δόση χιούμορ -γιατί είναι πλέον σίγουρο πως δεν επηρεάζεται από τις επιθυμίες και ορέξεις του κοινού- για να επιλέξει ένα χορευτικό Bollywood σκηνικό για το επίσημο βίντεο του πιο πρόσφατου single, του “Permanating”, του πιο pop ταυτόχρονα τραγουδιού του άλμπουμ…

Μπορεί κανείς πολύ εύκολα να φανταστεί μετά από όλα αυτά τους σκληροπυρηνικούς progsters ακόλουθους του Wilson, να ακολουθούν μια μαθηματική σχεδόν διαδικασία προσέγγισης του άλμπουμ, εξετάζοντας αρχικά τις διάρκειες των τραγουδιών: μόλις ένα εννιάλεπτο σε σύνολο έντεκα τραγουδιών;

Ας σοβαρευτούμε όμως… Ο Wilson έχει αποκτήσει πια μια ασύγκριτη ικανότητα να σχηματοποιεί τραγούδια πολύ δυνατών μελωδιών και δομών με ενδιαφέρον. Μετά από μια μακριά διαδρομή με διαφορετικά projects και ηχητικές προσεγγίσεις που κατά κανόνα ενδιαφέρουν και απασχολούν το ακροατήριο του λεγόμενου ευρύτερου progressive rock, διατηρεί σχεδόν ανακλαστικά μια συνθετική προσέγγιση της οποίας η απαίτηση δεν γίνεται να προσεγγίσει τη συμβατική, φτηνή τραγουδοποιία.

Μερικοί που λατρεύουν να οικειοποιούνται τις καριέρες των μουσικών που “θαυμάζουν”, ή παραμονεύουν να γκρεμίσουν ηδονικά τα ίδια τα είδωλά τους από το θρόνο, μοιάζει να έχουν ξεχάσει πως υπήρξαν και συγκεκριμένα “στρογγυλά” pop-rock singles στη διαδρομή των Porcupine Tree, για να μην επικαλεστούμε τη δημοφιλία τραγουδιών των Blackfield.

Ακόμα κι έτσι όμως, το “To The Bone” στέκεται αρκετά μακριά από τη συνολική προσέγγιση τέτοιου ύφους. Με την έναρξη του ομότιτλου τραγουδιού και τις ηχητικές παραπομπές στον Gabriel, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα πλούσιο και χαρακτηριστικό pop rock τραγούδι που ανασύρει μνήμες των Porcupine Tree, εμπλουτισμένο με παραμορφωμένη φυσαρμόνικα και κάποια σοφά τοποθετημένα γυναικεία φωνητικά, εξαιρετικό groove που σπρώχνει ιδανικά τη σύνθεση, υποδειγματική κιθαριστική δουλειά και κολλητικές μελωδίες στα φωνητικά.

Αυτή η λογική της συμπυκνωμένης απαιτητικής συνθετικής μανιέρας που κρύβει και το απρόβλεπτο της εξέλιξης , όπως στο λυτρωτικό φινάλε του ομότιτλου, μοιάζει να αποτελεί και το μονοπάτι του άλμπουμ. Κάπως έτσι η μελαγχολική “wilson-ική” μελωδικότητα οδηγείται στα υπέροχα θέματα στο μέσο του “Nowhere now”. Για το εσωστρεφές και άμεσα σκιώδες “Pariah” με τη συγκλονιστική ερμηνεία της Tayeb ακόμα αναρωτιέμαι πόσο μακριά από τις συντεταγμένες του Wilson μπορεί να θεωρηθεί- “cheesy” πάντως σε καμιά περίπτωση…

Ενδιαφέροντες ήχοι και ριφ γεμίζουν ερμητικά το “The same asylum as before” το οποίο δοκιμάζει διαφορετικές διαθέσεις γύρω από το βασικό του σκελετό διατηρώντας μια αξιοθαύμαστη συμπαγή ταυτότητα. Το “Refuge” είναι πιθανά το πιο συγκλονιστικό τραγούδι του δίσκου, μια υποβλητική κατάδυση με διαδοχικά κύματα συναισθήματος να αφήνει μια ισχυρή εσωτερική αντήχηση και την εμφατική παρέμβαση της φυσαρμόνικας να ενσωματώνεται ιδανικά στην κορύφωσή του αλλά και το φινάλε.

Το “Permanating” είναι ένα ρυθμικό αέρινο πανέμορφο single, κι αν αυτό βοηθά κάποιους να απενοχοποιηθούν ευκολότερο ας διαλέξουν αν τους θυμίζει περισσότερο ΑΒΒΑ ή Beatles απόλυτα αφομοιωμένους όμως στον ηχητικό διάδρομο του Wilson.

Οι αφοριστικοί του ακόλουθοι θα βρουν τα παυσίπονά τους στο απλωμένο “Detonation” με τον προωθητικό του ρυθμό και τα όμορφα θέματα κοντά στο παγιωμένο ύφος του δημιουργού, και στο “Song of the unborn” με τις Floyd-ικές διαθέσεις, ενώ μάλλον θα προσπεράσουν το ρυθμικό, ερωτικό και ενδιαφέρον “Song of I”, ή το πιο εναλλακτικό “People who eat darkness”.

Βέβαια ο Wilson δεν χρειάζεται την υπεράσπιση κανενός, όπως άλλωστε ταυτόχρονα περισσεύει και η εμπάθεια των κοντόφθαλμων. Αν ο ίδιος αισθάνεται πως με το “To The Bone” επέστρεψε κάτι στα συγκεκριμένα prog -pop άλμπουμ των 80’s που λάτρεψε, σίγουρα το έκανε διατηρώντας όλα του τα κεκτημένα.

760
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…