DARK AVENGER: “The Beloved Bones: Hell”

Δύο κεφάλαια απαρτίζουν την ιστορία του “The Beloved Bones”, τα “Hell” και “Divine”.

Το “Hell” αναφέρεται σε έντεκα διανοητικά στάδια που κάποιος μπορεί να περάσει όταν βρίσκεται συνέχεια σε δυσάρεστες καταστάσεις, στάδια όπως για παράδειγμα ένας κενός γάμος, μια ανεπιθύμητη δουλειά, οικονομικές δυσκολίες, αλκοολισμός, εξάρτηση από τα ναρκωτικά, σεξουαλική παρενόχληση ανάμεσα σε πολλά άλλα που μπαίνουν στις ζωές μας.

Την πρόκληση να περιγράψουν μουσικά το περιεχόμενο του “Hell” είχαν μπροστά τους οι βραζιλιάνοι Dark Avenger κι ενσάρκωσαν την προσπάθεια αυτή με την κυκλοφορία του μεγαλεπήβολου 6ου άλμπουμ τους. Την παραγωγή ανέλαβε ο κιθαρίστας του γκρουπ, Glauber Oliveira, ενώ το τελικό master έκανε ο Tony Lindgren στα Fascination Street Studios, στη Σουηδία, γνωστός από τη συνεργασία τους με τους Angra, Katatonia, Sepultura, Kreator και πολλούς άλλους. Το υποβλητικό και σκοτεινό εξώφυλλο είναι ένα έργο του γάλλου καλλιτέχνη Bernard Bittler και επιχειρεί να προϊδεάσει τον ακροατή για το περιεχόμενο, τη μετάβαση και τη διαδρομή του άλμπουμ.

Μόνο νέοι δεν μπορούν να θεωρηθούν οι βραζιλιάνοι metallers, καθώς η αφετηρία τους τοποθετείται πίσω στο μακρινό 1993, με μια διακοπή από την ενεργό δράση στο διάστημα 2005-09. Μετά και τις τελευταίες αλλαγές στη σύνθεση το 2014, σήμερα αποτελούνται πια από τους Mario Linhares  (Vocals), Glauber Oliveira & Hugo Santiago (Guitars), Gustavo Magalhaes (Bass) και Brendon Hoffmann (Drums).

Παρά την πολυετή δράση και την δισκογραφική παρουσία, οι Dark Avenger απολαμβάνουν την περιορισμένη δημοφιλία των ορίων της χώρας τους. Αυτή μοιάζει να είναι η πιο φιλόδοξη και δουλεμένη προσπάθεια για την πολυπόθητη υπέρβαση.

Το μουσικό τους ύφος κυριαρχείται από το κλασικό metal με αρκετά στοιχεία power που όλα εκφράζονται με περίτεχνο παίξιμο. Δύσκολα τους χαρακτηρίζεις progressive, καθώς η παραδοσιακή τους φλέβα είναι ιδιαίτερα ισχυρή και μεγαλύτερος εκφραστής της είναι τα φωνητικά του Mario Linhares , τόσο στη χροιά τους όσο και στο ύφος των μελωδιών, καθώς και τα δύο παραπέμπουν σε καθιερωμένες φωνές του χώρου. Η φωνή του έχει πειστικότητα και ένα δραματικό χρώμα που ενισχύει το ύφος του άλμπουμ, αλλά και ο ίδιος μοιάζει να γνωρίζει τις συντεταγμένες του και αποφεύγει να εκτεθεί σε υπερβολές, προσφέροντας τελικά ουσιώδεις και όμορφες ερμηνείες.

Όλο το γκρουπ υποστηρίζει τα τραγούδια του “Hell” με επιμονή στη λεπτομέρεια. Γενικά το ύφος σχεδόν όλων των τραγουδιών είναι επιτακτικό και επιθετικό, αναπαριστώντας τη μάχη και την αγωνία του ανθρώπου. Υπάρχουν και αρκετά συμφωνικά στοιχεία και έτσι, στο σύνολό του, ο ήχος των Dark Avenger περιέχει εντυπώσεις από Savatage, Symphony X, Adagio και Angra. Ο δίσκος είναι ομοιογενής με όλα τα τραγούδια να είναι ισορροπημένα. Ίσως σε κάποιες στιγμές να υπάρχει κιθαριστική φλυαρία στα σόλο που θα μπορούσε να έλειπε. Στο φινάλε του άλμπουμ, με το ατμοσφαιρικό “Sola Mors Liberat” και την μπαλάντα “When Shadows Fall”, διαγράφεται μια ειρηνική λύτρωση, μετά την ένταση που έχει προηγηθεί.

Οι βραζιλιάνοι έχουν ήδη αποσπάσει πολύ θετικό αντίκτυπο για τη δουλειά που έκαναν στο “Hell”. Παραβλέποντας τη φανερή έλλειψη πρωτοτυπίας και με δεδομένη την ψυχή και τη λεπτομέρεια στο δίσκο τους, οι φίλοι του ήχου οφείλουν να τσεκάρουν.

648
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…