Ήγγικεν η ώρα που η παρέα του Dave Grohl εξάγει το πιο πρόσφατο πόνημά της, έχοντας πιπιλίσει το μυαλό μας με διάφορα τεχνάσματα και δηλώσεις που ίσως υπό άλλες συνθήκες θα ακούγονταν γραφικά, αλλά το αστείρευτο χιούμορ του ηγέτη των Foo Fighters προκαλεί το αγοραστικό κοινό με την ευθύτητά του.
Από τους πρώτους κιόλας στίχους του γλυκύτατου υποκατάστατου του άλλοτε εισαγωγικού “Doll”, με τίτλο “T-shirt”, ο γελαστός Dave δηλώνει ότι δε θέλει να γίνει βασιλιάς κι ότι απλά θέλει να τραγουδήσει ένα ερωτικό τραγούδι και παροτρύνει τον ακροατή να τραγουδήσει μαζί, ώσπου το κομμάτι σκάει σε ένα prog πανδαιμόνιο παραμόρφωσης, για να κάνει πάσα στο σχιζοφρενές “Run”, που ξεκινάει με μια μαγευτική, ομιχλώδη μελωδία και συνεχίζει με ένα riff βγαλμένο από το “Roots” των Sepultura (που ο Grohl το θεωρεί πρότυπο), ενώ το πιασάρικο refrain ζητάει από τον ακροατή να ξυπνήσει και να τρέξει μαζί του για να σώσει τη ζωή του.
Οκ, κάπου εδώ διακόπτουμε το κανονικό μας πρόγραμμα για να δούμε από που ξεκίνησαν όλα αυτά. Ο Grohl ισχυρίζεται ότι το project του “Concrete and Gold” έχει ξεκινήσει από την ηχογράφηση του “Sonic Highways”, όταν συνάντησε τον υπερεπιτυχημένο Greg Kurstin, παραγωγό της Sia και της Adele και, μετά από προσπάθειες, κατάφερε να τον κάνει παραγωγό του νέου δίσκου, που κατά τον ίδιο τον Grohl, είναι το πως θα ακουγόταν η εκδοχή των Motorhead στο “Sgt.Pepper”. Ο Joshua Homme, φίλος του Grohl, του είπε ότι , αφού άκουσε το album, “άρχισαν να γίνονται περίεργοι όπως οι Queens of the Stone Age”. Δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα…
Συνεχίζοντας βαθύτερα στο δίσκο συναντώνται τραγούδια όπως το groove-ατο r’n’r “Make It Right”, όπου κάνει την εμφάνιση του ο προσκεκλημένος – μυστήριο, Justin Timberlake και το μελωδικότατο δεύτερο single του δίσκου, “The Sky is a Neighborhood”, που βρίσκεται ανάμεσα στους Zep και τους Imagine Dragons και κοιτάει στα άστρα για τις αναμνήσεις αδικοχαμένων φίλων.
Το ευφάνταστα τιτλοφορημένο “La Dee Da” βρίσκει την Allison Mosshart των Kills να βοηθάει τον ηγέτη των Foo στις αλλεπάλληλες τσιρίδες ενός φαζαρισμένου r’n’r διαμαντιού, που κοιτάει με το ένα μάτι στο “Weenie Beanie” του πρώτου δίσκου και με το άλλο στους QOTSA και τους Eagles of Death Metal και θα κάνει πολλούς γοφούς να κουνηθούν.
Εντούτοις, αυτό είναι και το τελευταίο κομμάτι που αποτυπώνεται εύκολα στη μνήμη. Από αυτό το σημείο και μετά ο παρών δίσκος είναι δυσκολότερο να χαρτογραφηθεί, καθώς η μπάντα κάνει πολλά και τίποτα. Τα κομμάτια κυμαίνονται από ημιακουστικά που κορυφώνονται σε ηλεκτρικά crescendo (“Dirty Water” ), σε ψυχεδελίζοντα 4/4 που θυμίζουν το προηγηθέν “Sonic Highways” (“Arrows”, “The Line” ), σε a-la Green Day ακουστικά τραγουδάκια τελευταίας περιόδου (“Happy Ever After (Zero Hour)”), σε υβριδικές Neil Young/Pink Floyd ελεγείες (“Concrete and Gold”) και στην αναμενόμενη κλασική/aor rock απόπειρα του Taylor Hawkins στη φωνή με την υποστήριξη του Sir Paul στα drums (“Sunday Rain”. Συγγνώμη, ρε μάγκες, αλλά ο McCartney κάνει καλά άλλα πράγματα, κυρίως. Τι στο διάολο γυρεύει πίσω από τα drums;).
Ο δίσκος, δυστυχώς, υποβαθμίζει την κιθαριστική προέκταση μίας μπάντας με 3 κιθαρίστες, αναδεικνύοντας το νέο μέλος Rami Jaffee (πλήκτρα) σε πολλά σημεία. Η παραγωγή, παρόλη την αλλαγή φρουράς, βρίσκεται κάπου ανάμεσα στο “Echoes, Patience, Silence and Grace” και στο “Sonic Highways”, δύο από τους πιο αδύναμους δίσκους. Από εκεί και πέρα, ίσως να επέχει στην πορεία τους θέση αντίστοιχη με αυτήν του προηγούμενου δίσκου των QOTSA, “…Like Clockwork”, που σίγουρα δίχασε πολύ κόσμο.
Το ζήτημα είναι ότι ο ήχος των FF δεν έχει καν τέτοιο βάθος και ο δίσκος ξεφουσκώνει απότομα από απόψεως έμπνευσης. Όπως και να έχει, στην προκειμένη περίπτωση το πείραμα απέτυχε, αφήνοντας κάποια ακόμη hit στη φαρέτρα των Foo για τις live εμφανίσεις και την αέναη αναζήτηση για την απόλυτη Pop μελωδία άνευ αποτελέσματος, εκθέτοντας έτσι το δημιουργό.
575