Μου αρέσει η post…
Όχι τόσο στις πειραματικές εκφάνσεις της, όπου με το τσιγκέλι οι μουσικοί προσπαθούν να παράγουν περίεργους ήχους για να ακουστούν “ψαγμένοι”, ούτε στις φλύαρες πτυχές της, που ενίοτε το αποτέλεσμα θυμίζει τζαμάρισμα σε studio.
Ειδικά όταν η postιά δε διαθέτει στίχο, θεωρώ πως, ελέω κορεσμού της σκηνής, οφείλει να έχει κάτι να “πει” στον ακροατή και να τον ταξιδεύσει. Έστω κι αν η συνταγή δεν ξεφεύγει από το ήρεμο χτίσιμο της σύνθεσης προς την ενδεχόμενη κορύφωση/ κάθαρση. Αυτό που έχει πρωτεύοντα ρόλο άλλωστε, είναι οι κεντρικές ιδέες που εξελίσσουν το εκάστοτε κομμάτι και η ευκολία τους να αγκαλιάσουν μέσω μιας αλληλουχίας από νότες, τις ευαίσθητες χορδές αυτού που θα το ακούσει.
Η Ελλάδα κατά καιρούς έχει βγάλει τιμιότατους πρεσβευτές του είδους κι από ό,τι φαίνεται, εξακολουθεί να γεννά νέες μπάντες προκειμένου να κοσμήσουν την post φαρέτρα της.
Το κουαρτέτο από την Πάτρα, που ακούει στο όνομα Damirah, συστήνεται με το “Lights and Guns and Fire” κι αποτελεί μια εξαιρετική προσθήκη στην εγχώρια σκηνή. Οι ίδιοι ορίζονται ως “psychedelic post rock” κι ο μέσος οπαδός του ιδιώματος καλό θα είναι να αρχίσει να φτιάχνει βαλίτσες, μιας και το εν λόγω album, τον πετυχαίνει τον σκοπό του και το ταξίδι είναι αναπόφευκτο.
Δίχως να ξεφεύγουν από τα ευρύτερα στεγανά του είδους, οι “μινάρες” προσεγγίζουν τη μουσική τους με σοβαρότητα, αλλά και με μια καλοδεχούμενη χαλαρότητα, αποτινάσσοντας από πάνω τους την έννοια της “υπερπροσπάθειας”, η οποία λίγο-πολύ μαστίζει οποιαδήποτε δουλειά θέλει ντε και καλά να παρουσιαστεί ως “συναισθηματικά φορτισμένη”. Επίσης, εδώ, η “καλλιτεχνική ψαγμενιά” δεν είναι αυτοσκοπός. Όχι, στο “Lights and Guns and Fire” τα πράγματα είναι πολύ απλά κι αναμενόμενα, με τις δάφνες πρωτοτυπίας να ανταλλάσσονται με μια χούφτα από όμορφα τραγούδια, έτοιμα προς ενδελεχή κατανάλωση.
Έξι ινστρουμενταλικές συνθέσεις, χωρισμένες ουσιαστικά σε δύο μέρη. Τα πρώτα τρία κομμάτια έχουν διάρκεια από 13 λεπτά το καθένα, ορίζοντας το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου, με άμεσες επιρροές από την ιαπωνική post σχολή και δη τους MONO, με τα εναπομείναντα τρία να κινούνται από 3 έως 6 λεπτά, διαθέτοντας μια διαφορετική χροιά, η οποία από τη μια αιτιολογεί την ψυχεδέλεια που φέρει η περιγραφή της μουσικής τους (κυρίως στο “Burn People Up”), ενώ από την άλλη διαφαίνεται και η αγάπη τους για τους Godspeed You! Black Emperor.
Μια πραγματικά αξιοπρόσεκτη κυκλοφορία, που υπογραμμίζει το μεράκι της σύγχρονης εγχώριας σκηνής για ήχους που παράγουν εικόνες. Προτείνεται άφοβα στους λάτρεις του είδους κι ακούγεται (και) με μάτια κλειστά.
774