MOTHER OF MILLIONS: "Sigma"

Όταν ολοκληρώνεις την πλήρη διαδρομή του “Sigma”, αν θέλεις να είσαι ξεκάθαρα δίκαιος με τον εαυτό σου και την ερωτική του σχέση με την τέχνη της μουσικής, αντιλαμβάνεσαι πως είναι ένα μικρό, μυστικό έγκλημα να αποκολλήσεις κάποιο τραγούδι του για να το δοκιμάσεις σε μια ακολουθία τυχαίων επιλογών.

Από την σημαίνουσα, σχεδόν βιβλική υποδοχή του “Emerge”, μια υποθετική φωνή θα σου ψιθυρίσει στο αυτί να πάρεις ένα μοναχικό δρόμο και να πιεις όλο το ποτήρι μονορούφι.

Το δεύτερο άλμπουμ των Aθηναίων, τρία χρόνια μετά το εξαιρετικό ντεμπούτο “Human”, με τον ελληνικό του τίτλο, άγεται και φέρεται ευγενικά και με πνευματισμό ανάμεσα στη σιωπή και στο σύμβολο του αθροίσματος. Η εξέλιξη του σχήματος είναι παραπάνω από προφανής, προσφέροντας δεδομένα που μόνο περηφάνια μπορούν να γεννήσουν για την εγχώρια σκηνή. Ο σπουδαίος του ήχος με τη μίξη του Έκτορα Τσολάκη, σέβεται υποδειγματικά και αναδεικνύει όλα τα ενστικτώδη και εκφραστικά τερτίπια του.

Η μουσική του “Sigma” είναι ευρύχωρο prog rock, με πολλές μεταλλικές παρεμβάσεις αλλά και στοιχεία υπέροχα αφομοιωμένα από μουσικές του κόσμου. Όσο κι αν το άλμπουμ σε περικυκλώνει με την ισχυρή αίσθηση της αναγκαίας συνολικής διαδρομής του, αυτό δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση πως έχουμε να κάνουμε με άσκηση ύφους. Κάθε τραγούδι του “Sigma” έχει έναν βαθύ και κτητικό συναισθηματισμό που οφείλεται ακριβώς στην αυτόνομη συναισθηματική του δύναμη.

Η γλώσσα έκφρασης των Mother Of Millions ανιχνεύεται απόλυτα ελεύθερη και ειλικρινής, επιλέγοντας τα κατάλληλα εργαλεία να ζωντανέψει την έκφραση. Εκτός του εισαγωγικού “Emerge”, υπάρχουν εμβόλιμα άλλα δύο instrumental: το πρώτο, το  “Their Passage the Light”, περίπου στο μέσο του άλμπουμ, με μια ethnic εντύπωση, ενδιαφέροντα ηχοχρώματα και υποβλητικά κρουστά, αφήνει μια ισχυρή αίσθηση ενός εσωτερικού ταξιδιού αναμνήσεων και προσθέτει την εντύπωση μιας μετάβασης στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Το δεύτερο, το “The Rapture”, είναι ένα σύντομο, σκοτεινό, εσχατολογικό πέρασμα.

Δύο ισχυροί πυρήνες του άλμπουμ είναι τα μεγαλύτερα σε διάρκεια τραγούδια του. Το οκτάλεπτο “Silence” μοιάζει να περιέχει συμπυκνωμένη όλη τη μαγική συνταγή του και σε κερδίζει ολοκληρωτικά όταν τα κιθαριστικά θέματα παίρνουν την τελευταία συναισθηματική αντήχηση της φωνής και την σπρώχνουν ακόμα πιο μακριά. Το σχεδόν επτάλεπτο “Spiral” βρίσκει τα κοφτά riff να πέφτουν στο κενό της αντήχησης του πιάνου: η διαδρομή του είναι λεπτομερής με μια συναρπαστική και περιγραφική εναλλαγή διαθέσεων.

Μαζί με αυτά, ο κοντρολαρισμένος, πολύχρωμος πλουραλισμός του “Shine”, το συγκαταβατικά επικλητικό ρεφρέν του “Rome”, και η οικοδομημένη με ανιχνευτικές κιθάρες και φωνητικές εκρήξεις, μάχη του “Collision”, δεν επιτρέπουν καμιά έκπτωση.

Το “Sigma” κλείνει με μια σχεδόν δοξαστική ομολογία, ατομική και συλλογική, συνεπές στην ιδιόμορφη, ιαματική πικρία του. Δεν θα σε αφήσει όμως εύκολα να βγεις πριν θελήσεις να δοκιμάσεις από την αρχή, συναρπαστικά διχασμένος ανάμεσα στην κατευναστική ροζ απόχρωση του εξώφυλλου και τον υπαινιγμό της σήψης μιας περασμένης εποχής ξενοιασιάς και παιδισμού.

Πάρε τον μακρύ, μοναχικό δρόμο και δεν θα χάσεις.

700
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…