ORGANIZED CHAOS: “Divulgence”

Ένα από τα πολυτιμότερα μυστικά του ευρωπαϊκού underground της ευρύτερης progressive metal σκηνής είναι αυτοί εδώ οι Σέρβοι. Ξεκίνησαν το 2005 σαν το προσωπικό όχημα του συνθέτη, στιχουργού, τραγουδιστή Vladimir Lalic και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, με τίτλο “Inner Conflict” το 2011.

Σήμερα, οι Organized Chaos υπηρετούν με μία αξιοθαύμαστη ευστοχία το όνομα που τους συνοδεύει και έχουν πια μεταμορφωθεί σε ένα κανονικό σχήμα υψηλών απαιτήσεων. Ο drummer Milan Yeqy Jejina, ο μπασίστας Bojan Kvocka, o κιθαρίστας Benjamin Lechuga και ο σπουδαίος και δραστήριος σε πολλά ενδιαφέροντα projects David Maxim Micic, συγκροτούν μαζί με τον Lalic ένα είδος super group, χωρίς ίχνος υπερβολής.

Από το τερατώδες ντεμπούτο με τη μεγάλη διάρκεια φαίνεται πως έχει διανυθεί μεγάλη απόσταση: το νέο album, με διάρκεια που αγγίζει τα τριάντα οκτώ λεπτά, είναι σίγουρα πιο προσιτό για εξερεύνηση, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υπολείπεται σε έμπνευση, ιδέες, ενδιαφέρον και φυσικά προσωπική σφραγίδα. Οι ανιχνευτές των γκρουπ που ξεχωρίζουν τα σημαντικά, τους έχουν εντοπίσει άλλωστε, δεν ήταν τυχαία η παρουσία τους την τρίτη μέρα στο πρόσφατο Prog Power Europe Festival 2017, με headliners τους TesseracT, αρχές Οκτωβρίου στην Ολλανδία.

Είναι δύσκολο να περιγράψεις τη μουσική του “Divulgence”. Είναι προφανές πως ο Lalic σαν ακροατής έχει ιδιαίτερη ευρύτητα και η ταυτόχρονη παρουσία του David Maxim Micic με την πειραματική τόλμη αλλά και σύγχρονη προσέγγιση, συναρμολογούν ένα όραμα πολύχρωμο, με πολλές περιστροφές στις διαθέσεις, με αφομοίωση επιδράσεων, πέρα από μια ηχητική βάση progressive metal με αρκετά djent στοιχεία, όπως funk, fusion, electronica.

Το επίτευγμα των εκπληκτικών Σέρβων είναι πως το αποτέλεσμα είναι ένας θρίαμβος του ονόματός τους, η σπουδαία συνθετική φλέβα υπερισχύει και πειθαρχεί πάνω στα δεδομένα και δημιουργεί μια ροή που απομνημονεύεται στον ακροατή αλλά φυσικά επιδρά και συναισθηματικά έντονα πάνω του.

Ένας κύριος λόγος γι’ αυτή την τελική αμεσότητα είναι ο πρωταγωνιστικός ρόλος της φωνής του Lalic που χαρακτηρίζει και σχηματοποιεί όλη την υπόλοιπη παράλληλη δράση με εξαιρετικό τρόπο, κινούμενος (για να χρησιμοποιήσουμε γνώριμες συντεταγμένες) ανάμεσα στον Gildenlow και τον Buddy Lackey, ενώ στα πιο aggressive μέρη φέρνει στο μυαλό τους Patton, Townsend. Με βάση το ερμηνευτικό ταλέντο του, δεν αφήνονται στις συνθέσεις διαστήματα οργανικής φλυαρίας ή περιπλάνησης, γι’ αυτό ακριβώς όλα τους είναι συμπαγή και ουσιώδη, ακόμα κι αν αλλάζουν αρκετές διαθέσεις.

Από το εναρκτήριο “Apex” με το συμπυκνωμένο του τρίλεπτο, είναι προφανής η αίσθηση της μουσικής περιπέτειας του δίσκου, καθώς κάθε στιγμή μετράει. Είναι χρήσιμο να επισημανθεί πως στο απόκοσμο “Ache”, με τα κλασικά και χορωδιακά μέρη να εναρμονίζονται ιδανικά με electronica ήχους και τα πολύ ενδιαφέροντα φωνητικά του Lalic, συμμετέχει ο εξαιρετικός καναδός κιθαρίστας Nick Johnston (ανερχόμενο όνομα με συμμετοχές και στους Periphery, Poliphia) με ένα ξεχωριστό fusion/blues solo.

Σε ένα από τα πιο γενναία τραγούδια, το “Broken Divine” , με πολλές μεταστροφές και ξεσπάσματα που θα φέρουν αμυδρές εντυπώσεις από SOAD, έρχεται η σειρά του Richard Henshall των Haken να προσθέσει το δικό του κιθαριστικό πέρασμα, ακριβώς πριν το δραματικό, φωνητικό εξόδιο και το οριστικό, οργανικό ξέσπασμα του φινάλε.

Τέλος στο μεγαλύτερο σε διάρκεια τραγούδι του “Divulgence”, το απαιτητικό και φιλόδοξο “The Mask”, δίνει το δικό της ξεχωριστό χρώμα η τραγουδίστρια Branislava Podrumac. Για τους ακροατές που ηδονίζονται να δουν την έκπληξη να έρχεται από εκεί που δεν φαντάζονται, το άλμπουμ αυτό είναι ένα όνειρο που πραγματοποιείται. Γι’ αυτούς που θεωρούν πως το σύγχρονο prog metal είναι εγκλωβισμένο σε μανιέρες, το “Divulgence” είναι ένα δυνατό τσαλάκωμα. Για τους εραστές των πολλών ιδιωμάτων που φοβούνται όμως πως θα χαθεί η ουσία και το συναίσθημα με την πρόσμιξη, έχουμε εδώ τους οργανωτές κάθε πιθανού χάους.

Για όσους τελικά έχουν οποιαδήποτε, έστω και επιδερμική σχέση με αυτό τον χώρο, ο δεύτερος δίσκος των σπουδαίων αυτών Σέρβων, είναι ένα μεγάλο δώρο στην ουρά του 2017.

655
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…