DARKHOUND: “Dawning”

Γλιστρώντας μακριά από το φολκλόρ των σπιρουνιών και των καπέλων, το κουαρτέτο από το Nashville του Tennessee που ακούει στο σκοτεινό όνομα DarkHound επιστρέφει την αυγή του 2018 με το δεύτερο δίσκο του. Έχει προηγηθεί το ομώνυμο L.P. του 2014, καθώς και το Ε.Ρ. “Oceans” του 2015.

Με μοναδική προσθήκη τον Preston Walls στις κιθάρες από το 2015, τα υπόλοιπα τρία ιδρυτικά μέλη, ο τραγουδιστής/μπασίστας ET Brown, ο κιθαρίστας Evan Hensley, και ο ντράμερ Josh Brown(επίσης στους epic doom metallers Northern Crown), μοιάζει να έχουν βάλει το μεγάλο στοίχημα να προσθέσουν το όνομα του γκρουπ για τα καλά στο χάρτη του US metal, μετά την αρχική φήμη που έχτισαν με τις σπουδαίες live εμφανίσεις τους.

Με έντεκα νέα τραγούδια, οι DarkHound συστήνονται σε αυτούς που δεν τους ξέρουν με περισσότερη αμεσότητα και δύναμη. Το “Dawning” είναι ένα εξαιρετικά σφιχτό album, που διατηρεί την ενέργεια του γκρουπ από την αρχή ως το τέλος και σε όλες τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους. Το ευνοϊκό γι’ αυτούς (και άμεσα αντιληπτό) είναι πως το ύφος και ο ήχος τους γεφυρώνει ταιριαστά διαφορετικές εποχές του αμερικάνικου metal. Από τη μια είναι ξεκάθαρο πως οι ρίζες και οι επιρροές τους αρχίζουν στην χρυσή heavy thrash περίοδο των 80’s: οι μορφές και οι δομές των τραγουδιών παραπέμπουν σε Megadeth, Metallica, Testament. Από την άλλη έχουν και τη μοντέρνα προσέγγιση, σύντομες πειραματικές διαθέσεις με δύστροπα riff και μια δεξιοτεχνία που δεν αναλώνεται σε τυφλό shredding.

Ουσιαστικά, το βαρύ πυροβολικό τους είναι μια εκπληκτικά ευέλικτη δουλειά στις κιθάρες: υπέροχες διαδοχές από riff που κουμπώνουν ιδανικά μεταξύ τους και διατηρούν την ένταση στον ακροατή, χωρίς να τον εξαντλούν. Με το ρυθμικό υπόβαθρο να υπερτονίζει σωστά αυτό το εναλλασσόμενο groove των τραγουδιών, έρχεται η φωνή του ET Brown να δώσει όση διαφορετικότητα χρειάζεται χωρίς να νερώσει το αποτέλεσμα. Ο Brown είναι πειστικός, εύστοχος και ευχάριστα εναλλακτικός στα μέρη με τις ανάλογες μελωδίες, ενώ στα πιο ακραία, “συνθηματικά” φωνητικά θυμίζει κάτι από Tom Araya.

Ο χαρακτήρας τους παραμένει διακριτός και άμεσος, τόσο στην επιθετικότητα του “The Ashes of Your Worth”, όσο και στην περίεργη ποικιλία του “Guilt Tripper”. Το “Carnival of Youth” εύκολα υποδηλώνει το ρόλο ενός επικείμενου single, ενώ το “The Answer”,με τις ενδιαφέρουσες συγκρούσεις κιθάρας – φωνητικών, έχει επικυρώσει την ικανότητά τους να διαφοροποιούνται με ενδιαφέρον. Ένα ενδιαφέρον που δεν χάνεται ούτε λεπτό και κορυφώνεται με επιβλητικές συνθέσεις σαν το μυστηριώδες “Stripped Away”, για να κλείσει με τον καλύτερο τρόπο με το “knockout στον πρώτο γύρο” του “Here Lies Truth” που έχει φυλάξει τις πλουσιότερες των εντυπώσεων και μελωδιών για το τέλος.

Το “Dawning” είναι παραπάνω από απλώς μια ευχάριστη έκπληξη. Αποτελεί ένα δελεαστικό διαβατήριο για το σύγχρονο groove/thrash metal που θα παρασύρει με την ίδια ευκολία και ακροατές της παλιάς σχολής.

673
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…