Δεν πρόλαβαν να περάσουν 2 χρόνια από την κυκλοφορία του δεύτερου album (“II” – 2016) των εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενων Naxatras, με την συνεπακόλουθη αναγνώριση – αποδοχή εντός κι εκτός συνόρων για το σχήμα, και το τρίτο τους full length πόνημα είναι από τα μέσα Φλεβάρη διαθέσιμο προς ακρόαση, υπό τον τίτλο “III”.
Η οικεία πλέον μάσκα, που συνοδεύει τα artwork των album τους, «ξαναχτύπησε» και μας καλεί να αφεθούμε και ν’ αφουγκραστούμε τα μυστικά της σ’ ένα πολύ ιδιαίτερο, αλλά άμεσο μουσικό ηχοτοπίο που ξεδιπλώνεται.
Πριν περάσουμε στα της ακρόασης σκόπιμο θα ήταν να αναφέρουμε ότι η παραγωγή του “III” πραγματοποιήθηκε από την ίδια τη μπάντα στα Magnetic Fidelity Studios (με τον Jesus I. Agnew να έχει επιμεληθεί της μίξης και του mastering) κι η ηχογράφηση – όπως και στα προηγούμενα albums – έγινε κατευθείαν σε μαγνητική ταινία, ακολουθώντας τα πρότυπα του ήχου των 70’s (καθώς οι ίδιοι μας δηλώνουν) κι έρχεται το ηχητικό αποτέλεσμα για να δικαιώσει αυτό εγχείρημα πέρα για πέρα, όντας μια ομολογουμένως εξαιρετική παραγωγή, που αναδεικνύει κάθε πτυχή του ήχου τους.
Σε καμία περίπτωση η ψυχεδέλεια που εκπροσωπούν στη συγκεκριμένη φάση τους, δεν έχει ως στόχο να βάλει τον ακροατή υπό το πρίσμα ενός καλειδοσκόπιου. Οι εικόνες που δημιουργούνται από τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις της ακρόασης, είναι ξεκάθαρες κι όχι αφηρημένες. Οι ορχηστρικές συνθέσεις που κυριαρχούν, ενίοτε πλαισιωμένες με αραιά φωνητικά φωνητικά, είναι αρμονικά δεμένες και πλεγμένες, προκειμένου να δομούν track by track ένα διαυγές σκηνικό που έχει ως απόλυτη βάση την Floyd περίοδο από το Ummagumma μέχρι και το “The Dark Side Of The Moon”, με τεχνικές που ακουμπούν στους Hawkwind και κιθαριστικά εφέ που παραπέμπουν στην blues ψυχεδέλεια του Hendrix.
7 Απολαυστικά θέματα που σε ένα 64λεπτο σετ, θα τολμούσα να πω ότι ξεδιπλώνουν ένα αμιγώς κιθαριστικό album. Μια καθαρτική και υπομονετική chillout διάθεση, που κλιμακώνεται σε υπέροχα jam, όπως στο εναρκτήριο “You Won’t be Left Alone” και αργότερα στο “On the Silver Line”, ενώ το πλέον χαρακτηριστικό track του album “Spring Song”, συνδυάζει τα πλέον τυπικά και παραδοσιακά ψυχεδελικής επιρροής τους από τα late 60s. Ξεχώρισα επίσης, ως προσωπικά αγαπημένα, δύο κεντρικά θέματα του album, το “Machine” και “Prophet”, στα οποία ξεδιπλώνονται οι περισσότερες πτυχές της μουσικότητας και της γκάμας επιρροών τους, συνταιριασμένες με την ευαισθησία που χαρακτηρίζει την τραγουδοποϊία τους.
Η ακρόαση κυλά σα ρυάκι και τα 10λεπτα κατά μέσο όρο θέματα, ακούγονται επαναληπτικά κάθε ώρα και στιγμή της μέρας (από το αυτοκίνητο στην κίνηση, το μετρό, κι αναμφισβήτητα, μέχρι τις στιγμές χαλάρωσης), δημιουργώντας μια prog- rock αισθητική, στολίδι για τα εγχώρια δισκογραφικά πεπραγμένα.
Οι συνθέσεις τους δημιουργούν αναμφισβήτητα ένα πεντακάθαρο ποικιλότροπο τοπίο, διασύνδεσης παρελθόντος και μέλλοντος, αριστοτεχνικά δεμένες στο παρόν (τη στιγμή δηλαδή), θυμίζοντας την αντιφατική παρεμβολή διαφορετικών διαστάσεων από ταινίες του Aronofsky. Το “III”, είναι φιλόδοξο και λυρικό, ατενίζει με αισιοδοξία το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και στηρίζεται στην ανάγκη μας να κατασκευάζουμε μύθους για να ερμηνεύσουμε (και να γαληνέψουμε) τις αγωνίες μας.
860