HALCYON WAY: “Bloody but Unbowed”

Από την Atlanta της Γεωργίας έρχονται αυτοί οι μεγάλοι εργάτες του underground. Με το ξεκίνημά τους να τοποθετείται στο 2001, ακόμα και αυτή η περιορισμένη τους απήχηση έχει χτιστεί στο δρόμο με εμφανίσεις και με μια δισκογραφική παρουσία που περιλάμβανε ως τώρα 2 ΕΡ και τρία άλμπουμ. Για δυο συνεχόμενα χρόνια, 2014 και 2015, έχουν κερδίσει τον τίτλο της καλύτερης metal μπάντας στα Georgia Music Awards, ενώ πρόσφατα περιόδευσαν με τους Angra και τους Operation: Mindcrime του Geoff Tate.

Η ώρα της δισκογραφικής επιστροφής τους με το 4ο άλμπουμ σήμανε, με αλλαγή εταιρίας και νέο καταφύγιο την Agonia Records, και με κάποιες ιδιαίτερες φιλικές συμμετοχές, όπως αυτές των Todd La Torre και Matt Barlow.

Από την έναρξη της εισαγωγής “Deevolutionize”, με τα επιβλητικά πλήκτρα, τα πολλαπλά φωνητικά να συνοδεύουν τις κιθάρες, και τον εμβατηριακό ρυθμό που αποπνέει και μια ελαφριά industrial αίσθηση, προετοιμάζεσαι για μια φιλόδοξη, μεγαλόσχημη μουσική παράσταση. Η άμεση επίθεση του ομότιτλου δίνει εύστοχα το στίγμα της έντασης και της δύναμης που θα συνεχίσει με συνέπεια να χαρακτηρίζει όλο το άλμπουμ.

Όμως… η πρόθεση των Halcyon Way, και πρωταρχικά του ιδρυτή και lead κιθαρίστα Jon Bodan, είναι- γνωστό για όσους τους παρακολουθούν ήδη- να συνδυάσουν αρκετά στοιχεία στη μουσική τους, συχνά κάπως ετερόκλητα. Με βάση την πρόθεση να παρουσιάσουν ένα μοντέρνο, πολυποίκιλο metal, ακολουθούν κλασικές επιδράσεις από metal και thrash ( θα ανιχνεύσει κανείς Megadeth, Testament, Machine Head σε ριφ και σόλο, αλλά και στους ρυθμούς), που απλώνονται φωνητικά σε μελωδικές γραμμές χαρακτηριστικές, και μπορεί να φέρουν στο μυαλό εντυπώσεις από Skid Row ή και Stryper.

Όλα τα τραγούδια του δίσκου έχουν ξεκάθαρα δουλευτεί μέχρι τελικής πτώσης. Άλλωστε αυτή η απόπειρα να χτιστούν λειτουργικές συνθέσεις με πλήθος επιδράσεων, μόνο εύκολη δεν είναι, και φτάνει ακόμα και στην απόπειρα να οξύνονται τα βαρύτερα σημεία με κάποια death φωνητικά από τον αρχηγό Bodan και τον μπασίστα Skyler Moore.

O τραγουδιστής Steve Braun είναι αρκετά πειστικός, υποστηρίζοντας με την καθαρή του φωνή τις φωνητικές μελωδίες, τόσο στα επιθετικά μέρη όσο και στα πιο μελωδικά ρεφρέν. Μοναδικός νεοφερμένος στο σχήμα, ο ντράμερ των Crown Of Sorrow, Aaron Baumoel, ο οποίος  ακούγεται σα να είναι χρόνια μαζί του και συχνά κλέβει την παράσταση.

Βέβαια, αυτό το απαιτητικό πείραμα, να κουμπώσεις τόσα πράγματα σε ακολουθίες με επιτυχία, δεν λειτουργεί πάντα με την ίδια επιτυχία. Υπάρχουν στιγμές που ο δρόμος είναι εύστοχος, όπως στο “Blame”, που είναι ένα εξαιρετικό single, άμεσο και γρήγορα αποδεκτό, με ταιριαστά μέρη. Πιο προοδευτικό και ανοιχτό στον ήχο του είναι το “Slaves To Silicon”, με μια αμυδρή εντύπωση από Dream Theater. Εξαιρετικές διαδοχές και σπουδαία κιθαριστική δουλειά βρίσκουμε στο “Ten Thousand Ways”, ένα από τα κορυφαία τραγούδια του τίτλου, και εξαιρετική ισορροπία δύναμης και μελωδίας στο “The Church Of Me”. Εντυπωσιακό είναι και το φινάλε με το καλοσχηματισμένο “Desolate”.

Κάποιες στιγμές πάσχουν λίγο από επανάληψη ιδεών ή παράταιρες διαδοχές, αλλά συνολικά ο δίσκος είναι πολύ δουλεμένος και έχει ένα σεβαστό πλήθος θεμάτων. Διατηρεί επίσης τη δύναμη και την επιθετικότητά του και αποτελεί έγκυρη πρόταση για οποιονδήποτε θέλει να ακούσει ένα άλμπουμ δυναμικού, μοντέρνου metal με εξαιρετικό, εκτελεστικό επίπεδο (κι ας πάψει πια αυτή η ικανότητα να βαφτίζεται “progressive”) .

Παράλληλα, είναι βέβαιο πως όσο περισσότερο χρόνο θα δώσεις τόσο περισσότερη απόλαυση θα σου φέρει η οικειότητα, ενώ συγκριτικά με ένα σωρό υπερεκτιμημένους , οι Halcyon Way αξίζουν λίγης παραπάνω προσοχής πια.

682
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…