H σχέση μου με το black metal δεν είναι τόσο στενή όσο κάποτε, αλλά επειδή η ασύχαστη ανάγκη κάποιων μουσικών της σκηνής να εξελίσσονται και να μπλέκουν άλλα ιδιώματα μέσα του, διέλυσε τις παρωπίδες που μπορεί να είχα τοποθετήσει άθελα μου, συνεχίζω κατά καιρούς να παρακολουθώ και να ακούω όσο μπορώ από σεβασμό.
Έτσι, επειδή το αυτί μου δεν είναι κορεσμένο από την πληθώρα κυκλοφοριών που έχουν στην περιγραφή τους τις λέξεις black metal, μπορώ αποστασιοποιημένα να γράφω που και που τη γνώμη μου για κάποιες από αυτές.
Έχοντας λοιπόν, εμπιστοσύνη στις επιλογές της Season of Mist αποφάσισα να ακούσω το νέο album των Vreid, “Lifehunger”, μην έχοντας παρά μόνο επιφανειακή επαφή με τα προηγούμενα τους albums.
Οι Νορβηγοί έχοντας μεγαλώσει σε μια κοινωνία όπου το black metal φύτεψε πολύ βαθιά τους σπόρους του, με αποτέλεσμα να ανθίσει ένα τεράστιο σκοτεινό δάσος, και όντας η μετεξέλιξη των Windir (κυκλοφόρησαν 4 albums από το 1997 ως το 2003), οι Vreid συνέχισαν να προσπαθούν να προσεγγίσουν το black metal από διαφορετικές γωνίες, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα των ίδιων.
Φτάνουμε στο 2018 και το όγδοο ολοκληρωμένο πόνημα των Vreid, λέξη που στη γλώσσα μας μεταφράζεται ως “οργή”, το οποίο η εταιρία στο συνοδευόμενο δελτίο τύπου περιγράφει ως black ‘n’ roll. Δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς εννοούν, αλλά αν εννοούν πως οι μελωδίες των Vreid φεύγουν από τα κλασικά μονοπάτια της παραδοσιακής νορβηγικής black metal σκηνής, με τα αλλεπάλληλα ξυσίματα κιθάρας και τα μονότονα ώρες ώρες blast beats, τότε ΟΚ, θα το δεχτώ.
Οι Vreid στο “Lifehunger” δεν ακούγονται καθόλου οργισμένοι, αλλά βγάζουν εκείνη την απόγνωση που έβγαινε στις πρώτες δουλειές των Arcturus, από τους οποίους δανείζονται λίγο θεατρινισμό, σε επιφανειακές δόσεις μόνο όμως. Παραπέρα, οι Vreid έχουν μια Satyricon-κή τάση για Progressive, παίζοντας σε στιγμές στα όρια του post, ενώ σημεία ακουστικών οργάνων φέρνουν και πιο folk ήχους στο κόλπο.
Το “Lifehunger” είναι ένα album ευκολοχώνευτο και ευκολολάτρευτο, αφού η προοδευτικότητα του δεν είναι υπερβολική, ούτε δύσβατη μουσικά για εκείνους που την αντιπαθούν και σέβονται παράλληλα, την κλασική μελωδική παρακαταθήκη των Νορβηγικών μεγαθηρίων. H παραγωγή του είναι η κατάλληλη, αφήνοντας την κιθάρα λίγο πιο μπροστά να κάνει σολιές και δείχνοντας πως το όλο εγχείρημα βασίζεται στην μελωδία περισσότερο, παρά στον ρυθμό. Τα φωνητικά γνωστά σκισμένα κυρίως, με λίγες νορμαλοποιήσεις που δίνουν ποικιλία ατμόσφαιρας και τα κομμάτια, αν και δεν είναι απόδειξη εδραιοποίησης της προσωπικότητας των μουσικών που τα ερμηνεύουν, τουλάχιστον καταφέρνουν να τα αποτρέψουν από το να φαίνονται στιλιστικές αντιγραφές και καταφέρνουν να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή.
Το όγδοο album των Vreid τελικά, είναι ένα όμορφο δισκογράφημα, που αν και δεν πάει το ιδίωμα βήματα μπροστά, υπογραμμίζει την αξία του και τιμάει θέλοντας ή μη, κάποια από τα μεγάλα σχήματα με τα οποία βαδίζουν παράλληλα, αλλά από ότι φαίνεται επιτρέπουν να τους επηρεάζουν θετικά.
Highlights: “Sokrates Must Die”, “Black Rites in the Black Nights”, “Lifehunger”
572