Ο Ginger Wildheart είναι ένας Άγγλος μουσικός, κιθαρίστας και τραγουδιστής και ξεκίνησε τη μουσική του διαδρομή από τους The Quireboys, από το 1987 ως το 1989. Με τη φυγή του ο Ginger ίδρυσε τη δική του μπάντα, τους Wildhearts, όπου είχε απόλυτα το πάνω χέρι σε όλα, όπως και στις πολύ συχνές αλλαγές μελών.
Οι Wildhearts, με 8 στούντιο άλμπουμ στο ενεργητικό τους, και δυο διακοπές στη διαδρομή τους, θεωρητικά παραμένουν ενεργοί ως σήμερα, σύμφωνα με τον ιδρυτή τους.
Σήμερα, ο Ginger δραστηριοποιεί ξανά τη δική του δισκογραφική εταιρεία που είχε ιδρύσει το 1994. Το “G*A*S*S*” είναι στην πραγματικότητα ένα κλειστό fan club του (Ginger Associated Secret Society), που υποστηρίζει ενεργά τα προσωπικά του project. Ο ίδιος, σαν αντάλλαγμα για την ουσιαστική και οικονομική στήριξη, κυκλοφορούσε το 2014, κάθε μήνα τρία νέα τραγούδια απευθείας στους πιστούς του ακολούθους, μαζί με άλλα αποκλειστικά καλούδια, όπως επιπλέον demo ηχογραφήσεις, σχετικό artwork, και ιστορίες γραμμένες από τον Ginger. Τότε, στο τέλος του έτους είχε κυκλοφορήσει μια συλλογή με κάποια από αυτά, με τον τίτλο “Year Of The Fanclub”. Τώρα ήρθε η ώρα του δεύτερου μέρους, του “Mark II”.
Ο Ginger είναι γεννημένος διασκεδαστής, είναι κάτοχος μιας μουσικής αμεσότητας που άφοβα μπορείς να τη χαρακτηρίσεις “ραδιοφωνική”, με μια ευρύτητα γκάμας όμως. Παράλληλα, είναι αθεράπευτα “Άγγλος”, και μάλλον είναι χαρακτηριστική περίπτωση έκφρασης αυτού του λεγόμενου indie rock νεφελώματος με μια ενισχυμένη ίσως έκδοση.
Αυτή η ευρύτητα τον μετατρέπει συχνά σε συνθετικό χαμαιλέοντα, λειτουργώντας κάπως άναρχα με δεδομένες τις συμβάσεις της μουσικής βιομηχανίας. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως καμιά δισκογραφική εταιρεία δεν θα δεχόταν να κυκλοφορήσει αυτά τα τραγούδια μαζί σε ένα άλμπουμ.
Ίσως δεν έχει άδικο, όταν μέσα σε λίγα λεπτά περνάς από το ορμητικό, γρήγορο power pop-punk rock του “Friends Of Bill” στο ντελικάτο, μυστηριώδες, με πινελιές από Bowie ως Wilson, “King Rat”. Το στοιχείο της έκπληξης διατηρείται στη διαδρομή και η παλέτα του Ginger μοιάζει να απλώνεται με τη δική του σφραγίδα σε πολλά χωράφια μουσικών εντυπώσεων. Η φωτεινή, ευπρόσδεκτη folk pop του “Caer Urfa” αναπαράγει ιδανικά τη νοσταλγία για τον τόπο που μεγάλωσε, το μελωδικό punk rock με διακριτική folk επιφάνεια του “That’s a Nasty Habit You‘ve Got There” αποτελεί ένα σπουδαίο εν δυνάμει single. Το “Petit Mort” είναι πιο ντελικάτο με τα γυναικεία φωνητικά, η ένταση ανεβαίνει στο power pop “Waves Of Sadness”, ενώ μια δύστροπη post punk διάθεση κυβερνά περίεργα το “Adrenalina”.
Τα πιο τολμηρά και περίεργα τραγούδια του άλμπουμ είναι το “Bloody Knees”, που περιστρέφεται επιδέξια και ξαφνιάζει ευχάριστα με την πλούσια διαδρομή του, και το αλλόκοτο “Don’t Lose Your Tail, Girl”, με πολλά παράξενα να συμβαίνουν στα –μάλλον όμως τραβηγμένα- εννιάμισι λεπτά του. Το φινάλε ομαλοποιείται με ένα ανθεμικό, ρυθμικό single, το “Don’t Stop Loving The Music”, κι ένα rock’ n ‘roll με σκληρό περιτύλιγμα, σαν το “I‘ll Have Another”.
Το πολύχρωμο υλικό του “Mark II” θα χαρούν περισσότερο από όλους οι ακόλουθοι της μουσικής του, αν και οι περισσότεροι θα τα έχουν ήδη μάθει με κάθε λεπτομέρεια. Όποιος όμως νιώθει πως τα χνώτα του ταιριάζουν με μια ευρεία κατάσταση που μοιάζει σα να αλλάζεις συχνότητες σε ένα (Αγγλικό-μην ξεχνιόμαστε) ραδιόφωνο, μάλλον δεν θα περάσει καθόλου άσχημα μέσα σε αυτή τη χαριτωμένη μουσική αναρχία.
555