Το όνομα της πολυτάλαντης αυτής κορασίδας είναι μάλλον άγνωστο, ακόμα και στους κύκλους των μουσικών γραφιάδων/σκαπανέων που κυνηγούν την έκπληξη της τελευταίας στιγμής. Μετά το πέρασμά της από το βιολί και το πιάνο στην παιδική ηλικία, καταστάλαξε στην 7χορδη κιθάρα στα 13 χρόνια της.
Από το 2012 έχει σχηματίσει τους “The Fine Constant”, που τη συνοδεύουν ζωντανά και στο αυστηρά προσωπικό της υλικό. Κερδίζοντας άμεσα σπουδαίες αναφορές από τον τύπο, συμπεριλήφθηκε από το “Guitar World” στους 15 κορυφαίους κιθαρίστες 7χορδης και 8χορδης κιθάρας στον κόσμο.
Υπογράφοντας στην “Season Of Mist”, και με την επικείμενη περιοδεία της με τους Ne Obliviscaris, και τους Witherfall, κάνει ένα σημαντικό βήμα να αυξήσει τη φήμη της. Έχει άλλωστε στις αποσκευές της και το φρέσκο, νέο της άλμπουμ να συστήσει σε ένα ακροατήριο που θα την ακούσει πιθανά για πρώτη φορά.
Όπως εύκολα υποθέτει κανείς από όλα τα παραπάνω, η Sarah έχει το shredding στο τσεπάκι της, αλλά ας μη βιαστούμε να τη χαρακτηρίσουμε. Το “Disparity”, στα σχεδόν τριάντα λεπτά του, έχει μια περιεκτικότητα θεμάτων, ιδεών και διαθέσεων, χωρίς όμως να βομβαρδίζει τον ακροατή με καταιγίδες από νότες. Η νεαρή μουσικός, που μοιράζεται ανάμεσα σε αμιγώς οργανικά αλλά και φωνητικά, ντελικάτα δημιουργήματα, έχει τη δική της φιλοσοφία και συνθετική λογική. Τα τραγούδια της-κανένα δεν ξεπερνά τη διάρκεια των 4 λεπτών- πίσω από την ηχητική τους συγγένεια, που έχει να κάνει καθαρά με την επιλογή της Longfield, κρύβουν ένα σωρό όμορφες, κυρίως φωτεινές διαθέσεις που υποστηρίζονται τόσο από τον κρυστάλλινο ήχο, όσο και από τα βελούδινα φωνητικά της.
Ο ασυνήθιστος σε αυτά τα ακούσματα ακροατής, πιθανά να θεωρήσει αρχικά τη μουσική της κλινική και κάπως αποστειρωμένη, αλλά πίσω από τη λανθασμένη εντύπωση πως στήνει τις δομές της σα να εκτελεί ασκήσεις, υπάρχουν προθέσεις και συναισθήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το επίσημο βίντεο, “Cataclysm”, στο οποίο, πίσω από την προφανή δεξιοτεχνία, υπάρχει αγωνία, ένταση, εξέλιξη. Βέβαια, οι εκφραστικοί της κώδικες είναι μακρινοί και αρτίστικα ιδιαίτεροι, συχνά με αποχρώσεις πολλών ιδιωμάτων, αλλά ο ζεστός, ευχάριστος και ευδιάκριτος ήχος του άλμπουμ βοηθά γρήγορα αυτόν που θα ψάξει, να εντοπίσει τις λεπτομέρειες και την αξία του.
Για όσους αρέσκονται σε σύγχρονες κιθαριστικές απόπειρες που δανείζονται ηχοχρώματα από fusion, jazz, σε εμφανώς easy listening δοσολογίες, και παράλληλα εκτιμούν τη σοφή χρήση της δεξιοτεχνίας, μιας επιμέρους σκληρότητας, ακόμα και την πολυτέλεια μιας μικρής υπερβολής, θα σκάψουν με περισσή ευχαρίστηση τα τριάντα αυτά λεπτά. Η Longfield θα τους ικανοποιήσει με ένα πλήρες μενού που θα ακουμπήσει μέχρι και τη μεταμφιεσμένη post electronica, πλούσια προσθετικά χρώματα από σαξόφωνο, πιάνο και άρπα, και έναν περίπατο σε μουσικά στιγμιότυπα που μάλλον τελικά σφραγίζονται από τη χάρη και την ευγένεια του δημιουργού του.
Ακόμα κι αν χρειαστούν τα πρώτης κλάσης δολώματα των Witherfall και Ne Obliviscaris, κάθε νέο ζευγάρι αυτιά που θα σκλαβωθεί στο ταλέντο της νεαρής δημιουργού, αποτελεί μια μικρή απόδοση δικαιοσύνης.
Ένα υπέροχο, καλοδεχούμενο, ολόφρεσκο και κρυστάλλινο “outsider”…