Με μία ιστορία που ξεκινά περίπου 10 χρόνια πριν, οι Σουηδοί βάζουν το μεγαλύτερο ως τώρα στοίχημα της διαδρομής τους, με το νέο, τρίτο τους άλμπουμ. Το 2009 ο κιθαρίστας Luca Delle Fave, ο μπασίστας Rikard Wallstrom και ο ντράμερ Marcus Thoren, ιδρύουν τους Seventh Dimension στη Στοκχόλμη. Ένα χρόνο αργότερα, ο τραγουδιστής Nico Lauritsen και ο κιμπορντίστας Erik Bauer, συμπληρώνουν τη σύνθεση του σχήματος, η οποία παραμένει η ίδια έως σήμερα.
Τον Ιανουάριο του 2013 κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους, με τον τίτλο “Circle Of Life”, και αυτοπροσδιορίζονται σαν μία μπάντα που αφηγείται ιστορίες με τη μουσική της, εξηγώντας και τον concept χαρακτήρα του άλμπουμ. Δύο χρόνια αργότερα, το δεύτερο άλμπουμ τους, το “Recognition”, δυναμώνει το όνομά τους στους κύκλους των ακροατών του ιδιώματος. Η απουσία του κιθαρίστα και βασικού συνθέτη Luca στην Ιαπωνία για ένα χρόνο, κρατά τις εξελίξεις πίσω, αλλά μετά την επιστροφή του, το καλοκαίρι του 2017, οι μηχανές παίρνουν μπροστά. Μία ιστορία ακόμα υπάρχει στα σκαριά και ο μεγαλεπήβολος στόχος είναι να την αφηγηθούν με κάθε μουσική λεπτομέρεια. Φτάνοντας στη δύση του 2018, το “The Corrupted Lullaby” έχει ολοκληρωθεί, μετουσιώνοντας σε μουσική δύο ωρών την ιστορία αυτή.
Όπως είναι φανερό από το συνολικό τους ήχο και έχουν άλλωστε ομολογήσει, οι Σουηδοί στηρίζουν τη μουσική λογική τους σε σχήματα που δίνουν έμφαση στην εκτελεστική δεινότητα, όπως οι Dream Theater και οι Symphony X, αλλά και σε γκρουπ που τυλίγουν τον ήχο τους με μία συμφωνική εντύπωση που αναπαράγεται από τα πλήκτρα, όπως οι Kamelot και οι Seventh Wonder.
Μόνο από την ανηφόρα της μεγάλης χρονικής διάρκειας, είναι βέβαιο πως έχουν βουτήξει στα βαθιά. Πέρα από τις απλωμένες ιδέες τους, που πολύ συχνά δίνουν την εντύπωση πως η διαδρομή της αφήγησης εκβιάζει άδικα τη μουσική, μία μεγάλη αδυναμία είναι η φανερή έλλειψη σημαντικής διαφοροποίησης από τις επιδράσεις τους. Έχουν σίγουρα δουλέψει και κεντήσει με κάθε λεπτομέρεια το αποτέλεσμα, πολύ συχνά όμως όλη αυτή η προθυμία να πετύχουν την ανάπλαση της αφήγησης με samples διαλόγων, ήχους, guest φωνητικά και μακροσκελή οργανικά μέρη, μάλλον αποδιοργανώνουν τον ακροατή.
Επίσης, το παράξενο με την παραγωγή, για ένα γκρουπ που κυβερνάται από τον κιθαρίστα του, είναι η τελική ηχητική κατανομή: δαμασμένη από τα πλήκτρα και με μία συνολική αίσθηση απουσίας δυναμικών, μάλλον θα αφήσει τον μεταλλά ακροατή με άφθονα στερητικά. Ο τυπικός prog metal οπαδός λοιπόν, θα ευχηθεί να υπήρχε τελικά περισσότερη ορμή και κιθαριστική επικράτηση, όπως συμβαίνει στο “Disconnection” και πιο χαρακτηριστικά στο “Invitation”και το “Dark Dimension”. Ο prog rocker θα ικανοποιηθεί με ντελικάτα, στρογγυλά αποτελέσματα, όπως το όμορφο “Scent Of a Rose”, που βολεύουν και περισσότερο, τη μάλλον μονοδιάστατη και περιορισμένη φωνή του Lauritsen.
Στην τελική αποτίμηση, η δουλειά και το πλήθος των ιδεών και μελωδιών, αξίζουν το θαυμασμό και την επικρότηση, και οι βαθιά αφοσιωμένοι οπαδοί αυτού του ήχου οφείλουν να τους τσεκάρουν. Άλλωστε οι προδιαγραφές του άλμπουμ απαιτούν και επαναληπτικά ακούσματα για να αναδυθεί στην ολότητά του. Από την άλλη, η κατεύθυνση είναι ήδη κάπως παρωχημένη, η έλλειψη προσωπικού στοιχείου έντονη, και οι ίδιοι, μοιάζει να ζουν σε μία εποχή που πέρασε εδώ και καιρό. Έχουν πολλές δυνατότητες για να τους γυρίσεις την πλάτη, χρειάζονται όμως μία γενναία απόκλιση, για να βρουν επιτέλους τη δική τους φωνή.