ASTRONOID: “Astronoid”

Ένα κουαρτέτο από τη Βοστώνη βρήκε ενδιαφέρουσα τη μουσική εφαρμογή της αρχής πως «τα ετερώνυμα έλκονται», και πέρα από την αυτονομία της προσωπικής φλέβας του, κέρδισε αμέσως τις εντυπώσεις για πολλά, διαφορετικά ακροατήρια.
Το ντεμπούτο τους, με τον τίτλο “Air”, το 2016, έκανε αίσθηση σε όσους ψάχνουν λειτουργικές καινοτομίες στην αρένα του σκληρού ήχου. Στις απόπειρες της περιγραφής τους, κατάφεραν να χωρέσουν στην ίδια πρόταση οι Alcest, Deafheaven, Devin Townshed, ακόμα και οι …Mew.

Οι ίδιοι τότε δήλωσαν “dream thrash”, για να ιντριγκάρουν τον ακροατή αλλά και για προσπαθήσουν να προσεγγίσουν την αλλόκοτη σύσταση στο χαρμάνι τους. Όσοι έχουν ακούσει έστω ένα τραγούδι τους, αμέσως αντιλαμβάνονται τη σύγκρουση των κόσμων μέσα του.

Περίπου δυο χρόνια αργότερα, ζυμωμένοι μέσα από μεγάλες αλλαγές στις προσωπικές τους ζωές, οι Astronoid επιστρέφουν με το δεύτερο άλμπουμ τους που φέρει σαν τίτλο απλά το όνομά τους. Ο Brett Boland (κιθάρες/φωνητικά) δεν κρύβεται απέναντι στο βάρος του σημαντικού πρώτου δίσκου όταν δηλώνει ξεκάθαρα πως το βασικό ζήτημα του νέου άλμπουμ είναι να ξεπεράσεις την προσωπική αμφισβήτηση. Το αποτέλεσμα δείχνει πως μαζί με τους Daniel Schwartz (μπάσο), Casey Ayward (κιθάρες) και Matt St. Jean (ντραμς), κατάφερε να κάνει πράξη την αντίληψή του πως η δημιουργία θα πρέπει να βιώνεται σαν μια στιγμή αυτοελέγχου, να αποφύγει τις συγκρίσεις, την ανάγκη να αποδείξει κάτι.

Το θέμα της υπέρβασης των προσωπικών αμφιβολιών γίνεται τελικά πρώτη ύλη και περνά στους στίχους, η σταδιακή εκφραστική νίκη και απελευθέρωση επιβεβαιώνεται από την οριστική απόφαση του τίτλου του άλμπουμ: νιώθουν πως τα κατάφεραν να είναι οι εαυτοί τους, έφτασαν στο σημείο να είναι οι Astronoid.

Το άρμα του βόμβου τους συνεχίζει να σπρώχνει τον ήχο τους, πολλές στιγμές με την αδιαπραγμάτευτη μπετόν αρμέ, βιομηχανική ακρίβεια του “Air”. Πάνω από τα πειθαρχημένα blastbeats και τα post metal ανυψωτικά ριφ, αυτά τα φωνητικά της σύγκρουσης, τα φωνητικά της ομορφιάς που πνίγεται, “shoegaze”, ή όπως θέλει ο καθένας, προσφέρουν την ευγενική αγωνία τους.

Βέβαια, είναι φανερό πως όλες αυτές οι ζυμώσεις, προσωπικές αλλά και ομαδικές, σαν μια μικρή αγέλη ιδιαίτερων μουσικών που ψάχνεται να αυτοχαρτογραφηθεί, έχουν ανοίξει τον ορίζοντα. Η ιδιαίτερη εξέλιξη του “Lost”, με τα χρώματα να αλλάζουν σαν σελίδες προσωπικού, εφηβικού ημερολόγιου, προσθέτει νέους χώρους στο περίεργο βασίλειο των Astronoid.

Παρόμοια απόπειρα εξερεύνησης παρουσιάζει και το εξαιρετικά δομημένο “Beyond the Scope”, το οποίο, πέρα από την ευπρόσδεκτη ακουστική απόλαυση, μοιάζει να απαντά και στην απορία πως μπορούν να διαφοροποιηθούν στο άμεσο μέλλον, διατηρώντας τα χαρίσματα του ηχητικού τους dna.

Η συνέπεια της ιδιαίτερης αυτής δυναμικής τους παραμονεύει σε όλες τις συνθέσεις. Συνοδευμένη από έναν ήχο ιδιαίτερο, που τελικά δεν ισοπεδώνει τον χαρακτήρα τους, μας αφήνει ξανά έκπληκτους να περιεργαζόμαστε τεχνικές λεπτομέρειες, ενώ ταυτόχρονα μας διαπερνούν μοναδικές, περίεργες, κάποιες στιγμές αμετάφραστες εντυπώσεις.

Σε έναν μουσικό κόσμο που αρκετοί στενόμυαλοι περιχαρακώνουν την συνέπεια, την τιμιότητα και την αυθεντικότητα του καλλιτέχνη με αυθαίρετους φράχτες, οι Βοστωνέζοι συνεχίζουν να επιπλέουν με επικίνδυνη ομορφιά στον αφρό ενός τεράστιου κύματος, εκεί που η απόλαυση της εμπειρίας και ο φόβος του θανάτου μπορούν να συναντηθούν.

Ξανά ξεχωριστοί.

923
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…