MAYFAIR: “Frevel”

Πάντα αποτελούσαν μια ιδιαίτερη περίπτωση οι Αυστριακοί, από τις αρχές των ‘90s, όταν τάραξαν τα κρύα και λιμνάζοντα νερά του ευρωπαϊκού prog metal με το αλλόκοτο “Behind”. Χωρίζοντας πια αναγκαστικά την ιστορία τους σε δυο μέρη, από το ξεκίνημα ως το 2000, και από την επιστροφή τους το 2010 ως σήμερα, βρισκόμαστε πια στο τρίτο άλμπουμ της δεύτερης περιόδου.

Η πρώτη έκπληξη συναντάται στην αποχώρηση του μπασίστα Johannes Leierer και την αντικατάστασή του από το νεοφερμένο Martin Mayer, ή “Medi” όπως τον αποκαλούν οι ίδιοι. Η δεύτερη έχει να κάνει με την επιλογή τους να τραγουδήσουν αποκλειστικά στα γερμανικά. Πάντα υπήρχαν κάποιοι εμβόλιμοι στίχοι που συχνά δυνάμωναν το μυστήριο και την αίσθηση του απόκοσμου στα τραγούδια τους, τώρα πια οι τευτονικές εντυπώσεις μονοπωλούν το “Frevel”.

Ο κατευθυντήριος και συνθετικός πυρήνας του κιθαρίστα Rene και του τραγουδιστή Mario μοιάζει να στρίβει ξανά το πηδάλιο σε νέα κατεύθυνση. Είναι φανερό πως οι Mayfair δεν έκαναν ποτέ δυο φορές τον ίδιο δίσκο, όπως είναι και ευδιάκριτη η επιθυμία τους, στη διάρκεια όλης αυτής της δεύτερης περιόδου, να προσεγγίσουν έναν ήχο και μια ταυτότητα που μπολιάζεται με πολλές διαφορετικές εντυπώσεις και αποχρώσεις του εναλλακτικού rock, μειώνοντας αισθητά την metal επίδραση στο τελικό αποτέλεσμα.

Η μεταστροφή αυτή είναι πια πολύ πιο έντονη σε όλα σχεδόν τα κεφάλαια του “Frevel”. Με τη δημοσίευση του βίντεο του πρώτου single, του “Ungetaktet”, ήδη από τον Οκτώβριο του 2018, το μυστηριώδες και οργισμένο εναλλακτικό του παράθυρο ανοίγει σε αυτή την προοπτική. Η πρώτη και άμεση πρόκληση των Αυστριακών στο αφοσιωμένο κοινό που τους παρακολουθεί διαρκώς, είναι το σύνθημα για μια νέα υπέρβαση. Σίγουρα, δεν θα είναι το ίδιο εύκολο για όλους. Όσοι τους θεωρούν ακόμα μια prog metal μπάντα, με την άδεια να στρίβει λίγο το τιμόνι της, μάλλον θα τα βρουν σκούρα. Το μεγαλύτερο εμπόδιο γι’  αυτούς θα είναι πιθανά ο συνολικός ήχος και τα χρώματα στις κιθάρες. Οι άλλοι πάλι που παρακολουθούν με ευρύτητα το ταξίδι τους και περιμένουν το νέο μουσικό περίπατο, θα δώσουν ευκολότερα περισσότερο χρόνο, και θα πάρουν γρήγορα πίσω αυτή την επένδυση σε απόλαυση.

Απέναντι στο κοινό τους, αλλά πιθανά και σε ένα νέο στο οποίο απευθύνεται το άλμπουμ, οι Mayfair συνεχίζουν πολύ εύκολα να είναι ικανοί στους ελιγμούς και την εξέλιξη, χωρίς να χάνουν κάποια από τα πολυτιμότερα χαρακτηριστικά τους. Η απόκοσμη, εξωτική, γοτθική χροιά που σχηματίζουν μαζί η ιδιαίτερη φωνή του Mario και η κιθάρα του Rene, είναι μόνιμα παρούσα. Σε τραγούδια που επιφανειακά μοιάζουν πιο φωτεινά και κοντινά, αυτός ο πολύτιμος Mayfair πυρήνας μοιάζει να αποκτά μια περίεργη συνωμοτική, υπόγεια υπόσταση. Η ευδαιμονία φαινομενικά απλών τραγουδιών συχνά μεταλλάσσεται και στρέφεται σε άλλες αποχρώσεις, ενώ η αρτίστικη υποψία ενός αγριμιού σε περίεργη καταστολή διακόπτεται από έντονες εκρήξεις, με τα αιχμηρά φωνητικά του Mario να κουμπώνουν πάνω στις συνολικές επιθέσεις των υπόλοιπων οργάνων.

Υπάρχουν κάποια γοητευτικά, μοιραία σχεδόν, τραγούδια που δύσκολα θα αποφύγει και ο πιο δύσπιστος στις μεταμορφώσεις. Το “Hinter dem Leben” είναι ένα από τα ομορφότερα κεφάλαια στο δεύτερο μέρος της δισκογραφικής τους προσφοράς μετά το 2010, ενώ το “Atme (Frevel)”, δηλαδή ουσιαστικά το ομότιτλο του άλμπουμ, σε σπρώχνει σε μια υπνωτική, μυστηριώδη και παράξενη ηρεμία, με τον Mario στην αναμονή και τις μεταπτώσεις ενός πληγωμένου ζώου, και ένα περίεργο οργανικό φινάλε που έχει έντονη την αίσθηση της ζωντανής εμφάνισης, με το μπάσο του Mayer να τραβά μπροστά ως την ύστατη στιγμή.

Το “Frevel” έχει αληθινά ανάγκη από χρόνο, χρόνο αβίαστο χωρίς συμβάσεις και προϋποθέσεις στη σκέψη. Συνθετικά, οι Mayfair έχουν μια σπουδαία περιεκτικότητα σε όμορφες στιγμιαίες εντυπώσεις, αισθητά μεγαλύτερη από το προηγούμενο άλμπουμ. Καταφέρνουν ακόμα και σε ελκυστικά, ρυθμικά τερτίπια, όπως το “Annelise”, το “Gestern und Nicht Heut”, ή το “Der Teufel”, να σου δίνουν την εντύπωση πως παίζεις στις αισθήσεις σου με ένα χαριτωμένο παιχνίδι που μπορεί να εκραγεί κάθε στιγμή.

Τέλος η τελετουργική, ειρηνική ηρεμία του “Himmer in Gefahr”, ή του “Das Ufer hat Zeit”, συνεχίζει να διατηρεί μια σχεδόν ρουστίκ, βαθιά, πανοραμική υποβολή.

Οι Mayfair σήμερα συνεχίζουν να δοκιμάζουν κοστούμια και κάτω από αυτά να παραμένουν ιδιαίτεροι και αινιγματικά μοναχικοί και εσωστρεφείς, με μια σχεδόν αυτοκαταστροφική συνέπεια.

Γιατί, είναι σίγουρα ευκολότερο και ασφαλές να κρατήσεις τα κεκτημένα σου, παρά να ακολουθήσεις την ατίθαση φωνή σου, χωρίς να λογαριάσεις το κόστος.

672
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…