D.A.D. : “A Prayer For The Loud”

Είναι, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, οι πρώτοι Δανοί που άλωσαν τα ραδιόφωνα του κόσμου, όταν στο τρίτο τους άλμπουμ, “No Fuel Left For The Pilgrims” του 1989, το super single “Sleeping My Day Away” έμελλε να τους σημαδέψει τόσο, ώστε για τη συντριπτική πλειοψηφία του hard rock κοινού, οι D.A.D. παρέμειναν για μια ζωή το συγκρότημα του ενός τραγουδιού.

Βέβαια, μακριά από τους προβολείς της δημοφιλίας και της εμπορικής καταξίωσης, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Οι Δανοί συνεχίζουν, για 33 περίπου χρόνια, μια σχετικά αθόρυβη αλλά συνεπή διαδρομή με ανάλογη δισκογραφική παρουσία αλλά και δράση επί σκηνής.

Το ολόφρεσκο “A Prayer For The Loud” είναι το δωδέκατο στούντιο άλμπουμ τους, κι έρχεται αυτή τη φορά κάπως αργοπορημένο, οχτώ χρόνια μετά το “DIC NII LAN DAFT ERD ARK”, που ουσιαστικά ήταν μια έξυπνη υπενθύμιση στο πλήρες αρχικό τους όνομα, “Disneyland After Dark”. Ένα ισχυρό σημάδι αξιοπρέπειας αλλά και πραγματικού λόγου ύπαρξης και έκφρασης, αποτελεί το γεγονός πως τα ¾ του γκρουπ είναι ακόμα τα αυθεντικά, ιδρυτικά μέλη, δηλαδή οι αδερφοί Binzer ( ο Jesper σε φωνητικά και κιθάρα, και ο Jacob στην κιθάρα), και ο μπασίστας Stig Pedersen, ενώ ο ντράμερ Laust Sonne είναι μαζί τους από το 1999.

Είναι αυτονόητο πως δεν περιμένει πια κανείς εκπλήξεις. Ειδικά, οι ίδιοι έχουν επισημάνει πως μετά από κάποιες διακριτικές αποκλίσεις και μετριοπαθή πειράματα στις συνθετικές τους στροφές, αυτή τη δεδομένη στιγμή ένιωσαν πως είχαν μια πραγματική ανάγκη επιστροφής στις ρίζες τους, δίνοντας σαν συγκεκριμένη συντεταγμένη το περίφημο “No Fuel…”

Η αλήθεια είναι πως όλοι, όσοι τρέφουμε μια παραπάνω συμπάθεια και εκτίμηση στη μουσική των Δανών, είναι γιατί μάλλον μας ταιριάζει γάντι το αλήτικο, ρυθμικό και βρώμικο hard rock που έχει κρυμμένη αρκετή κατεργαριά και ραδιοφωνική διπλωματία να φλερτάρει και με την πιασάρικη ευκολία του λεγόμενου hair metal.

Οι ίδιοι  γνωρίζουν τις λακκούβες του δρόμου τους σαν την αγαπημένη τους μπύρα. Ξέρουν ακόμα να σε υποδεχτούν με ένα ορμητικό, ρυθμικό single που θα σε παρασύρει σε ανάλογες μνήμες, όπως το “Burning Star”.  Μπορούν να γίνουν λάγνα bluesy με ενισχυμένα ξεσπάσματα, όπως στο ομότιτλο, ή να σε οδηγήσουν με συμπαγείς ηλεκτρικές ράγες σε εκείνα τα μεγάλα ρεφρέν που συνεχίζει να σκαρώνει πετυχημένα ο Jesper, όπως, για του λόγου το αληθές, στο “Nothing Ever Changes”. Κι αν χρειαστείς  μια αντρίκεια, αξιοπρεπή μελαγχολία να φυσήξει μακριά τον καπνό σου, θα σου προσφέρουν την αμερικάνικη, βραχώδη, αφηγηματική ηρεμία του “A Drug For The Soul”.

Με τέτοια πετυχημένα μουσικά μαντζούνια, οι Δανοί γερόλυκοι κρατούν την αξιοπιστία τους από τα σημειολογικά πια κέρατα των εξωφύλλων τους, και με μια εμπειρία που σπάνια λανθάνει στην κλασική τους απλότητα, καταφέρνουν να καλυτερεύουν τα ποτά των αιώνιων ακρατών τους.

D.A.D. – Burning Star

643
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…