Το ντεμπούτο των Witherfall πέρασε από χίλια κύματα έως ότου κυκλοφορήσει επίσημα…
Έχοντας δημιουργηθεί από το 2013, από τους Jake Dreyer (Iced Earth, Kobra And The Lotus, White Wizzard), Joseph Michael (White Wizzard) και Adam Sagan (White, Empress, Circle II Circle, Into Eternity), και με το “Nocturnes and Requiems” να έχει ολοκληρωθεί από τα τέλη του 2014, το κουαρτέτο (εφόσον προστέθηκε κι ο Anthony Crawford στο μπάσο) από το Los Angeles, δεν κατάφερε να κυκλοφορήσει σε εκείνη τη φάση την πρώτη του δουλειά, μιας και η παραγωγή του δίσκου, το mastering κτλ, τους έφτασε μέχρι το 2016.
Κι ο θάνατος του Adam Sagan το Δεκέμβρη εκείνης της χρονιάς, σίγουρα αποτέλεσε ένα ακόμη πλήγμα στο συγκρότημα, το οποίο έβγαλε με δικά του χρήματα, ύστερα από μερικούς μήνες επιτέλους το ντεμπούτο του, αφιερωμένο φυσικά στον εκλιπόντα drummer του.
Πλέον, το “Nocturnes and Requiems” είναι ευρύτερα διαθέσιμο, μιας και οι Witherfall ανήκουν πια στο δυναμικό της Century Media, η οποία φρόντισε να ξαναβγάλει και να προωθήσει το δίσκο εκ νέου.
Από μουσική άποψης, το album κινείται σε σκοτεινά και μελωδικά heavy/ power progressive μονοπάτια και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μιας και οι, στην πλειοψηφία τους μεγάλες σε διάρκεια, συνθέσεις, προσφέρουν πλουραλισμό και όμορφες ιδέες, οι οποίες άπαξ κι έβρισκαν το φως τη ημέρας κάμποσα χρόνια πριν, θα έχριζαν το “Nocturnes and Requiems” ως “φαινόμενο”. Αυτό βέβαια, είναι και το αρνητικό της κυκλοφορία, μιας και το αποτέλεσμα ακούγεται κάπως ετεροχρονισμένο.
Εάν όμως, δούμε το ποτήρι μισογεμάτο, οι Witherfall καταφέρνουν με επιτυχία να αναβιώσουν ήχους που αρκετοί λατρέψαμε στα mid ‘90s, οπότε, άπαξ και δηλώνεις ρομαντικός και fan εκείνης της εποχής, πίνοντας νερό στο όνομα των Symphony X (και των ομοίων τους) της τότε περιόδου, έχεις κάθε λόγο να αναζητήσεις το εν λόγω δισκάκι.
Κοντολογίς, μια ωραία πρόταση, η οποία έχει κάτι να πει, αλλά δε θα συναρπάσει όσους ψάχνουν για κάτι πιο καινοτόμο. Όπως και να έχει, σωστή κίνηση η ένταξη της μπάντας στη Century Media, όπως και το να επανακυκλοφορήσει το “Nocturnes and Requiems”, έστω και μερικούς μήνες μετά την πρώτη του έκδοση.
584