JUDAS PRIEST: “Point Of Entry”

Προς απογοήτευση πάρα πολλών, τελικά ο κόσμος δεν είναι ιδανικά πλασμένος, και ούτε θα έπρεπε να είναι. Έτσι και ο χώρος της μουσικής και – δη της μουσικής βιομηχανίας – είναι γεμάτος από καλλιτεχνικές παρουσίες και δίσκους, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι πως θα ήταν ο κόσμος της μουσικής χωρίς αυτούς. Ένα τέτοιο αμφίβολο δημιούργημα είναι και ο έβδομος στούντιο δίσκος των Judas Priest το “Point Of Entry”.

Πραγματικά δεν θα μπορούσα να βρω ένα πιο διφορούμενο και αμφισβητήσιμο άλμπουμ της σκληρής μουσικής από αυτό. Δεν σκοπεύω να μπω στην διαδικασία να τεκμηριώσω το πόσο καλός ή κακός είναι ο δίσκος αυτός. Άλλωστε το πόσο αρέσει ή δεν αρέσει ένας δίσκος είναι μια καθαρά υποκειμενική υπόθεση που εξαρτάται από μυριάδες προσωπικούς λόγους. Εγώ προσωπικά δεν τον συγκαταλέγω ούτε στους αγαπημένους δίσκους, ούτε και σ αυτούς που καθόρισαν το μουσικό ιδίωμα της σκληρής μουσικής. Παρόλο αυτά τον κοιτάζω και τον ακούω με ιδιαίτερη συμπάθεια.

Είναι διαφορετικός σε σχέση με τον καταπέλτη των Priest “Britsh Steel” του 1980 που προηγήθηκε, και το “Screaming for Vengeance” του 1982 που ακολούθησε. Από κάποιους το “Britsh Steel” σηματοδοτούσε το τέλος της πρώιμης/πρώτης περιόδου του συγκροτήματος ενώ το “Screaming for Vengeance” σηματοδοτούσε την αρχή της ώριμης/δεύτερης περιόδου. Το  “Point Of Entry” βρισκόταν στην μεταβατική στιγμή των δύο αυτών περιόδων, παρόλο που το  “Point Of Entry” δεν κέρδισε ποτέ την ανάλογη ραδιοφωνική υποδοχή, παραμένει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα άλμπουμ της μπάντας.

Στο  “Point Of Entry”, που κυκλοφόρησε το 1981, υπήρχαν στοιχεία που δεν βρισκόταν στο “Britsh Steel” και δεν χρησιμοποιήθηκαν στο “Screaming for Vengeance”. Ακούστε την συνοπτική και ευρηματική κιθαριστική εισαγωγή του “Turning Circles” ή τον φάνκυ ρυθμό του “You Say Yes” και θα καταλάβετε τι εννοεί ο ποιητής.
Η κυκλοφορία αυτή έχει μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν αξιομνημόνευτο. Καταρχήν ο δίσκος εσωκλείνει την εμπειρία που απέκτησε το συγκρότημα από την επιτυχία στον ραδιόφωνο των δύο single του “Living After Midnight” και “Breaking The Law” του προηγούμενου δίσκου “British Steel”, οπότε προσπάθησαν να κινηθούν σε αυτή την τροχιά και με το “Point Of Entry”.

Η ηχογράφηση του δίσκου τους βρίσκει στο νησί της Ίμπιζα. Ο ζεστός ήλιος και τα φτηνά ποτά λειτούργησαν καταλυτικά στην σύνθεση και την εκτέλεση των τραγουδιών. Και για αυτό ο κόσμος το υποδέχτηκε με ανάμεικτα αισθήματα, γιατί συμπερασματικά ήταν διαφορετικός από αυτό που ο κόσμος περίμενε από αυτούς. Ήταν ένα πείραμα, επειδή η πλειονότητα του υλικού ήταν ήδη έτοιμο πριν μπουν στο στούντιο, όπως σημειώνεται στο βιβλιαράκι της remastered έκδοσης του δίσκου.

Το δεύτερο περίεργο είναι πως κυκλοφόρησε όχι με δύο, αλλά με τρία διαφορετικά εξώφυλλα. Το γνωστότερο, που απεικονίζει ένα ηλιοβασίλεμα ενώ ένα – μάλλον – διαστημόπλοιο μπαίνει στην ατμόσφαιρα. Το συγκεκριμένο χρησιμοποιήθηκε για τις κυκλοφορίες του δίσκου στην Ευρώπη, στην Ιαπωνία, στο Ενωμένο Βασίλειο, στην Ολλανδία και στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Το δεύτερο, που  φιλοξενήθηκε στην αμερικάνικη κυκλοφορία του άλμπουμ απεικονίζοντας μια ξεδιπλωμένη στοίβα λευκού χαρτιού εκτύπωσης να προσομοιώνει την γραμμή ενός δρόμου να χάνεται μέσα στην έρημο. Και το τρίτο εξώφυλλο, που είναι παρόμοιο με το πρώτο, μόνο που το εικαστικό καθρεφτίζεται ανάποδα με το διαστημόπλοιο να έχει φορά από κάτω προς τα πάνω. Αυτή ή εκτύπωση αποτυπώθηκε στην κυκλοφορία, που προοριζόταν για την αγορά της Νότιας Αφρικής. Προφανώς εδώ έχουμε να κάνουμε με τον χαρακτηριστικό και κλασσικό δαίμονα του τυπογραφείου. Για τα πρακτικά να αναφέρουμε, ότι υπεύθυνος για το δημιουργικό κομμάτι των εξώφυλλων ήταν και στις δύο περιπτώσεις ο Roslov Szaybo.

Ο δίσκος επιπλέον κυκλοφόρησε remastared το 2001 περιέχοντας δύο bonus tracks: την ζωντανή εκτέλεση του “Desert Plains” και το “Thunder Road”, που προοριζόταν αρχικά για τον δίσκο Ram It Down.

Το να αναλύσω απλώς το track listing και τα τραγούδια ένα προς ένα, δεν θα είχε και τόσο νόημα. Θέλω όμως προσπαθήσω να το κάνω συνδυαστικά γράφοντας τις απόψεις και τις εντυπώσεις, που αφήνουν τα τραγούδια. Καταρχήν πρέπει να πούμε πως η παραγωγή του Tom Allom αποσκοπούσε στο να “στήσει” τραγούδια για το ραδιόφωνο. Αυτό είναι κάτι που μπορείς να το αντιληφθείς αμέσως σε σύγκριση με το “British Steel”. Τα χαρακτηριστικά Priest στοιχεία βέβαια υπάρχουν και εδώ. Τα φωνητικά του Rob Halford είναι αμέσως αναγνωρίσιμα, όπως και οι κιθαριστικές επιθέσεις των Glenn Tipton και K.K. Downing. Με την μόνη διαφορά πως δεν είναι τόσο heavy και εντυπωσιακά όπως στον προκάτοχό τους και το ίδιο ισχύει και για την ανάπτυξη των σόλο στο άλμπουμ, παρόλο αυτά τα κιθαριστικά μέρη είναι αξιοπρεπέστατα. Αμέσως ξεχωρίζει το γεγονός πως το άλμπουμ κατά κύριο λόγο περιέχει mid tempo τραγούδια. Για αυτόν κυρίως τον λόγο ο δίσκος αυτός δεν είναι ο πιο αγαπημένος ανάμεσα στους σκληροπυρηνικούς οπαδούς τους συγκροτήματος. Από καθαρά άποψη παραγωγής το άλμπουμ περιέχει τον διαυγέστερο ήχο κιθάρας και ντραμς από σχεδόν όλα τα άλμπουμ των Priest. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τα κρυστάλλινα και “χαλαρά” φωνητικά του Metal God, Rob Halford, που εδώ παρουσιάζεται στα καλύτερα του.

Η συγκεκριμένη κυκλοφορία έβγαλε τρία sinlge: το “Heading Out to the Highway”, “Don’t Go” και “Hot Rockin’ “, τα οποία συνοδεύτηκαν με τα αντίστοιχα video clip. Το “Heading Out to the Highway” είναι ένα τραγούδι που παίζεται στις συναυλίες των Priest, από τότε που κυκλοφόρησε μέχρι σήμερα. Το ίδιο ισχύει και για το “Hot Rockin”. Το “Solar Angels” παιζόταν στην “Re-united” περιοδεία τους το 2005, ενώ αυτό ήταν το εναρκτήριο τραγούδι στις συναυλίες τους στην περιοδεία World Wide Blitz του 1981, που πραγματοποιήθηκε για την υποστήριξη του “Point Of Entry”.

Είναι αναμφισβήτητο πως ο δίσκος έχει δυνατά τραγούδια: όπως – κατά την ταπεινή μου γνώμη – το “Hot Rockin’ “, το “Solar Angels”, το “Desert Plains”, ενδιαφέροντα τραγούδια όπως: το “Turning Circles” και το “You Say Yes”, κλασσικά Priest τραγούδια όπως: το “Heading Out to the Highway”, και επίσης χαριτωμένα – για να μην τα χαρακτηρίσω μέτρια – τραγούδια όπως: το “All The Way” και το “On The Run” και το “Troubleshooter” και το “Don’t Go” ,που είναι για μένα οι πιο αδύναμες και αδιάφορες στιγμές του δίσκου.

Το “Heading Out to the Highway” ανοίγει τον δίσκο αξιοπρεπώς δίνοντας ένα καθαρά Priest στίγμα. Έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν το συγκρότημα γνωστό και αγαπητό. Δυνατό riff, ταξιδιάρικο θέμα, φωνητικά που βάζουν την τελική σφραγίδα και πιασιάρικο θέμα.

Το δεύτερο κομμάτι, το “Don’t Go”, είναι μάλλον από εκείνα τα κομμάτια που κάλλιστα ξέμειναν και δεν μπήκαν στο “Rocka Rolla” και θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και ένα αποτυχημένο filler. Ξεπερασμένος ήχος και “α-τυπικό” για τους Priest για το επίπεδο των συνθετικών τους δυνατοτήτων, που κατάφεραν να φτάσουν εκείνη την εποχή μετά τις συνθέσεις του British Steel.

Τα πράγματα αρχίζουν να βελτιώνουν με το τρίτο κομμάτι του δίσκου, το “Hot Rockin’ “. Θα το θεωρούσα ακόμα και highlight του δίσκου και είναι απορίας άξιο γιατί δεν ανοίγει τον δίσκο. Ξεχωρίζει με την δυναμικότητα του, το κοφτερό του ριφ και τα επιθετικά του φωνητικά. Σίγουρα το τοποθετώ πάνω από τον μέσο όρο των υπόλοιπων τραγουδιών και από τα τραγούδια εκείνα που συνεχίζεις και τα σιγοτραγουδάς και αφού τελειώσεις το άκουσμα του δίσκου…
Για το “Turning Circles” οι απόψεις διίστανται. Είναι για μένα ένα ιδιαίτερο τραγούδι και από τις όμορφες στιγμές του δίσκου. Πολλοί υποστηρίζουν πως ξεφεύγει κατά πολύ από τον κλασσικό ήχο των Priest και ως ένα σημείο να έχουν δίκιο. Βέβαια τα Priest στοιχεία είναι εδώ και βασιλεύουν, όμως τα μέλη του σχήματος τα προσέγγισαν με έναν τρόπο εναλλακτικό. Ακόμα και η εισαγωγή και τα ριφ θα μπορούσαν να ανήκουν σε ένα οποιοδήποτε άλλο εναλλακτικό  συγκρότημα. Μέσα σε όλα αυτά όμως το αποτέλεσμα κρίνεται ικανοποιητικότατο.

Το “Desert Plains” είναι ένα από τα εμπορικά κομμάτια του δίσκου, ίσως το πιο εμπορικό του δίσκου. Παραμένει όμως ένα καταπληκτικό τραγούδι με σωστή δομή και με ένα από τα καλύτερα κιθαριστικά ριφ του K.K. Downing και του G.Tipton με μια διακριτική blues χροιά. Η ζωντανή εκτέλεση του τραγουδιού , που περιέχεται σαν bonus στην επανακυκλοφορία του 2001 είναι  πραγματικά όλα τα λεφτά και παρουσιάζει το τραγούδι στις διαστάσεις που του αρμόζουν: με απόλυτη ενέργεια, ορμή και καταιγισμό.

Το βαρύτερο τραγούδι είναι το “Solar Angels”. Ένα από τα δυνατά σημεία του δίσκου με τα καθαρά και γεμάτα αίσθημα φωνητικά του Halford και το υπέροχο σόλο. Ξεκινάει με μια ισοπεδωτική εισαγωγή ,για να καταλήξει σε ένα ογκώδες μέταλ τραγούδι. Σίγουρα ένα από τα τραγούδια που θα κινούσαν το ενδιαφέρον οποιοδήποτε οπαδού της σκληρής μουσικής.

Τα παραπάνω τραγούδια είναι αυτά πραγματικά που ξεχωρίζουν από τον δίσκο τούτο και πιστεύω πως περισώζουν την ποιότητά του και την αξία του. Τα υπόλοιπα τέσσερα τραγούδια του δίσκου “You Say Yes”, “All The Way”, “Troubleshooter” και “On The Run” θα χαρακτηρίζονταν απλώς αξιοπρεπείς συνθέσεις από συγκροτήματα της κλάσης των Bon Jovi ή των Cinderella (και ας με συγχωρέσουν οι οπαδοί!), αλλά όχι των Priest. Για τα μέτρα και τα σταθμά των Priest, έχοντας ήδη ένα British Steel στις πλάτες τους, αυτά χαρακτηρίζονται μέτρια, άνευρα, προβλέψιμα και ακίνδυνα…

Για να κλείσουμε με το θέμα  “Point Of Entry”, η ιστορία της μουσικής δεν υπήρξε ιδιαίτερα καλή και ευγενική μαζί του όπως έπραξε με άλλα τους άλμπουμ. Εκεί όμως που υστερεί σε βαρύτητα και σκληράδα, υπερτερεί σε ευρηματικότητα και δημιουργικότητα. Πραγματικά δείχνει μια πνευματώδη πλευρά του συγκροτήματος που δε θα την δούμε σε άλλες δουλειές τους. Σαφώς η παραγωγή είναι εξαιρετική, η δουλειά που έγινε στις κιθάρες υποδειγματική και η φωνητική επίδοση του Halford άνετη και αριστουργηματική. Άμα ξεκινήσει κανείς τον δρόμο των Priest, το “Point Of Entry” είναι πραγματικά μια αξιόλογη στάση.

Σταύρος Καραΐσκος

711