Πάλι εδώ αγαπητοί Retroladies (άραγε υπάρχουν;) και Retrogentlemen και σ’ αυτό το άρθρο (και στο έντυπο του Retro Planet) και ξεκινώντας να δηλώσω εξ αρχής το πόσο με βασανίζουν οι πρόλογοι και οι εισαγωγές! Ειδικά δε αν πρόκειται να καταγραφούν σκέψεις και εμπειρίες για κάποια από τα λεγόμενα “μεγαθήρια” του rock ήχου συνολικά που επέδρασαν καταλυτικά στην ψυχοσύνθεση του γράφοντος. Για παράδειγμα: Πως να ξεκινήσεις και τι να πρωτογράψεις για τους Βρετανούς Queen;
Αν και πρόσφατα με την προβολή της ταινίας “Bohemian Rhapsody” στη χώρα μας το όνομα της μπάντας βρέθηκε ξανά στα χείλη πολύ κόσμου, η αλήθεια είναι ότι η δημοτικότητά τους δεν ελαττώθηκε ποτέ καθώς η τετράδα των Freddie Mercury (φωνητικά / πιάνο), Brian May (κιθάρες), Roger Taylor (drums) και John Deacon (μπάσο) είναι από τις πλέον αναγνωρίσιμες σε ολάκερη την ιστορία της μουσικής είτε φυσικά λόγω του έργου που παρήγαγε όσο και για την επί δεκαετίες φιλολογία που αναπτύχθηκε γύρω από τη φιγούρα του ασυναγώνιστου frontman της και τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, την αποκάλυψη της ασθένειας και τελικώς στο επίγειο “αντίο” του που συγκλόνισε τον κόσμο το 1991.
Στην παρούσα αναφορά θα αφήσω στην άκρη τα πολυπλατινένια albums της δεκαετίας του 1980 και την καλλιτεχνική (όσο και την εμπορική) καταξίωση τους και θα επικεντρωθώ σε ένα πολύ ιδιαίτερο album το οποίο άλλαξε την πορεία της μπάντας. Το “Sheer Heart Attack”, τρίτο album των Λονδρέζων και το οποίο είναι ένα κομβικό σημείο στην πορεία τους μιας και μετά από αυτό οι Queen απέκτησαν το status μιας ελιτιστικής mainstream μπάντας με ότι αυτό συνεπάγεται για την οντότητά της ως οικονομικό μέγεθος της μουσικής βιομηχανίας.
Ας παραθέσω λίγα λόγια για το ιστορικό background (νομίζω ότι πλέον πρέπει να θεωρείτε δεδομένη την “αντιπάθεια” μου στη λογική να καταφεύγω στη wikipedia για το κάθε τι, μου αρέσει να “θυμάμαι” αλλά και να “ξεχνάω”). Βρισκόμαστε στα 1974, το παγκόσμιο rock feedback βρίσκεται στα ύψη και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, μια χρυσή εποχή για το είδος με πολλές κυκλοφορίες οι οποίες ουσιαστικά έδωσαν όλες τις στιλιστικές κατευθύνσεις που αναπαράγονται ακόμη και στο σήμερα.
Μια από αυτές ήταν και ο προκάτοχος του παρόντος album, το “Queen II”, στο οποίο οι Queen επιχείρησαν ένα από τα σπουδαιότερα crossover, την σύζευξη του rock με την κλασσική μουσική, δίνοντας ουσιαστικά έναν νέο art αέρα “σοβαρότητας”. Αφού κυκλοφόρησε το “ΙΙ” και με την προώθησή του στην Αγγλία να χαρακτηρίζεται από μια σειρά επιτυχών ζωντανών εμφανίσεων με τη συνοδεία των σχετικά ομογάλακτων Mott The Hoople, οι Queen είναι έτοιμοι για την πρώτη παρουσίασή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αφού δόθηκαν κάποια shows, ξαφνικά, στο απόγειο της περιοδείας, ο κιθαρίστας Brian May προσβλήθηκε από ηπατίτιδα και οι Queen επέστρεψαν εσπευσμένα στην Αγγλία για να νοσηλευθεί. Κάπου εδώ, ξεκινάει και η σύνθεση του “Sheer Heart Attack” το οποίο ολοκληρώθηκε μέσα σε δυο εβδομάδες, με τους τρεις εναπομείναντες να δουλεύουν τις συνθέσεις σε τέσσερα διαφορετικά studio και αφήνοντας κενά τα μέρη του May.
Ποιά ήταν τα διαφορετικά χαρακτηριστικά του “Sheer Heart Attack” σε σχέση με το υλικό που παρέδωσαν ως τότε οι Queen; Κατ’ αρχάς είναι ολοφάνερη πλέον η στροφή σε πιο απλές φόρμες και με ελαττωμένη την progressive προσέγγιση αγγίζοντας τα όρια της pop (δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί θεωρούν πως το συγκεκριμένο album όρισε ένα νέο είδος rock το οποίο έμεινε στην ιστορία με την ετικέτα “glam”), με λίγες ματιές προς την πρότερη fantasy θεματολογία και εστιάζοντας πλέον σε καθημερινά θέματα, κάτι που αύξησε το εν δυνάμει ακροατήριό τους. Επίσης είναι η πρώτη δουλειά στην οποία συνεισφέρουν συνθετικά όλα τα μέλη της μπάντας, με τους Taylor και Deacon να υπογράφουν ολοκληρωμένες δικές τους συνθέσεις αλλά και να συνυπογράφουν κάποιες άλλες μαζί με τους Mercury και May. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει και για τον αψεγάδιαστο ήχο που επέτυχε ο παραγωγός Roy Thomas Baker, πλήρως εμποτισμένος στην hard rock λογική και απολύτως εναρμονισμένος με το συλλογικό rock background της εποχής. Και φυσικά το πιο “τρελό” χαρακτηριστικό είναι ότι το ομότιτλο track εμφανίζεται μετά από δυο albums και όχι στο παρών, ένα γεγονός που παραδόξως αποδείχτηκε ως επιτυχής κίνηση μιας και όντας ένα προσανατολισμένο προς το punk κομμάτι, κυκλοφόρησε στο “News of the World” το 1977, μια εποχή που μεσουρανούσαν οι Sex Pistols και οι συναφείς αυτών μπάντες.
Η προσωπική επαφή μου με το “Sheer Heart Attack” έγινε γύρω στο 1994 όταν ως φοιτητής έπεσε στα χέρια μου μια από τις πολλές greatest hits compilation που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς και ανακάλυπτα ότι οι Queen σήμαιναν πολύ περισσότερα πράγματα από τα παγκόσμια hit sellers “Another One Bites The Dust”, “We Will Rock You” και “We Are The Champions”. Συνεχίζοντας την έρευνά μου, αποφάσισα να τους μελετήσω λίγο πιο εμπεριστατωμένα και σε βάθος, ακούγοντας ξεχωριστά τις δουλειές τους. Και το “Sheer Heart Attack” με μάγεψε εξαρχής, από την πρώτη ακρόαση. Με κέρδισε η αμεσότητά του, η πλούσια, περίτεχνη διάνθηση του απλού rock και κυρίως αντιλήφθηκα τις “βάσεις” πάνω στις οποίες στηρίχθηκε η μελλοντική καριέρα τους η οποία τους καταχώρησε ως μια από τις δημοφιλέστερες μπάντες όλων των εποχών.
Ακουμπώντας η βελόνα στο βινύλιο, το πρώτο shock έρχεται “από τα αποδυτήρια”. Με το “Brighton Rock”, την εξιστόρηση του έρωτα δυο νέων, της Jenny και του Jimmy. Με “ραδιοφωνικό” intro narrative φιλοσοφίας (φαντάσου κάτι σαν τους The Who στο “Quadrophenia”), εξελίσσεται σε ένα όργιο groovy drumming και τελειώνει με ένα καταπληκτικό Hendrix-ικό πολλαπλό solo από τον May. Ο δε Mercury δίνει με το καλημέρα το “υψόμετρο” στο οποίο κινείται η φωνή του η οποία φτάνει σε στρατοσφαιρικά επίπεδα, μια πραγματικά ουρανομηκής ερμηνεία.
Το “Killer Queen” είναι μάλλον το συνθετικό επίκεντρο, μια “προφητική” σύνθεση για το στυλ που παγίωσαν οι Queen και κατέκτησαν τον μουσικό πλανήτη, με τον Mercury να πρωταγωνιστεί με το piano θέμα του κομματιού, τραγουδώντας την ιστορία μιας high class πόρνης, ένα κομμάτι που απετέλεσε και την πρώτη διεθνή επιτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο και την τεχνοτροπία του να αναπαράγεται επιτυχώς σε όλες τις μετέπειτα δουλειές της μπάντας.
Η τριλογία των “Tenement Funster”, “Flick of the Wrist” και “Lily of the Valley” είναι άλλη μια ευφάνταστη “παραξενιά” στη ροή του album. Το λυρικό “Tenement Funster” ανήκει συνθετικά στον Taylor ο οποίος αναλαμβάνει τα lead φωνητικά ενώ οι ακουστικές κιθάρες είναι παιγμένες από τον Deacon (μιας και ο May νοσηλευόταν). Ένα κομμάτι στο οποίο συνυπάρχει η κλασσικότροπη πτυχή των Queen με τους Beatles και ακολουθείται από τα θεατρικότροπα “Flick of the Wrist”, ένα εμπνευσμένο prog rock διαμαντάκι με τους μουσικούς να οργιάζουν με jamming νοοτροπία στο solo του και “Lily of the Valley” το οποίο κλείνει το συγκεκριμένο medley. Μια αυτοτελής σουΐτα, ξεχωριστή οντότητα μέσα στο δίσκο.
Η πρώτη πλευρά κλείνει με το “Now I’m Here” το οποίο έγραψε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του ο May και αποτελεί ουσιαστικά ένα tribute για τους Mott The Hoople οι οποίοι υπήρξαν η “κολλητή” μπάντα σε όλη τη διάρκεια των Queen, το αμερικάνικο hard rock alter ego τους.
Η side B, ξεκινάει με το “In the Lap of the Gods” (το οποίο θα το συναντήσουμε και παρακάτω, άλλη μια “ιδιαιτερότητα”) ένα επίσης piano based κομμάτι και τη φωνητική “μάχη” μεταξύ του λυρισμού του Mercury και των “εσκεμμένα” φάλτσων τσιρίδων του Taylor, με τον May να σιγοντάρει κιθαριστικώς πολύ διακριτικά, εν είδει της “εκπλήξεως” του σπουδαιότατου “Stone Cold Crazy”, ενός κομματιού που ο γράφων θεωρεί ότι είναι η πρώτη speed metal σύνθεση όλων των εποχών. Αμερικανικής κοπής, μανιασμένο και φουριόζικο, το “Stone Cold Crazy” καρφώθηκε στα charts και απετέλεσε πηγή έμπνευσης και επιρροής για πάρα πολλές μπάντες (ενδεικτικά αναφέρω την τρομερή διασκευή των Metallica στα b-sides του “Garage Inc.”, κάτι που δείχνει ότι η επιδραστικότητα των Queen δεν περιορίστηκε στο hard rock αλλά αντιθέτως μάλλον κορυφώθηκε μέσω του heavy metal).
Το “Dear Friends” είναι ένα ακόμη piano based λιλιπούτειο ιντερλούδιο του May, με στίχους μάλλον πεσιμιστικούς παρά τη θετική απόχρωση που έχει σαν απόσπασμα ενώ το “Misfire” αποτελεί την ανεξάρτητη συνεισφορά του Deacon ο οποίος έχει αναλάβει και τις ρυθμικές κιθάρες. Πολύ καλό, “καλοκαιρινό” τραγούδι, δείγμα ηχητικής “ανεμελιάς” και θα έλεγα άριστη επιλογή για djs σε παλιακά bars κατά τις βραδυνές εξόδους.
Το “Bring Back That Leroy Brown” θα έλεγα ότι αναδεικνύει πλήρως την ποιότητα αυτών των μουσικών. Φοβερή jazz σύνθεση γραμμένη από τον Mercury, με σαλεμένο παίξιμο από τους μουσικούς και κυρίως από τον Taylor ο οποίος παραδίδει σεμινάριο drumming. Και οι εκπλήξεις δεν σταματούν καθώς στο “She Makes Me (Stormtrooper in Stilettos)” ακούμε τον May πίσω από το μικρόφωνο σε ένα λιτό, απέριττο τραγούδι που οι ρίζες του είναι μάλλον οι Pink Floyd στα late ’60s – early ’70s. Το album κλείνει με το “In the Lap of the Gods… Revisited” το οποίο παραδόξως (η “ιδιαιτερότητα” που ανέφερα παραπάνω) δεν έχει καμία σχέση με το intro track της δεύτερης πλευράς. Το “.. Revisited” είναι ουσιαστικά ένα ανθεμικό outro με πολλαπλά φωνητικά layers, μια οπερατική αναγωγή “πλήθους” με εκκωφαντικό τελείωμα.
Όπως ανέφερα και στην αρχή του άρθρου, οι Queen μετά από το “Sheer Heart Attack” δεν ξανακοίταξαν πίσω. Οι κραταιές (από τότε) εταιρείες EMI και Elektra εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο το “ωστικό” κύμα του album, ξοδεύοντας πολύ χρήμα για την προώθησή του μεγαλώνοντας το όνομα της μπάντας, η οποία φυσικά άνοιξε τα φτερά της και μεγαλούργησε στην μετέπειτα, πασίγνωστη πλέον ακόμη και σε επιφανειακούς ακροατές, πορεία της.
Στους Queen αυτή τη στιγμή, στο 2019, έχουν απομείνει μόνο οι May και Taylor αλλά αυτό δεν λέει και πολλά μιας και ο χαρισματικός Freddie, αυτή η τεράστια προσωπικότητα, ουσιαστικά δεν “έφυγε” ποτέ. Οι Ιδέες άλλωστε δεν πεθαίνουν. Απλά περνούν στην Αθανασία. Ένα credit που για τη συγκεκριμένη μπάντα είναι πανάξια κερδισμένο. Αιώνια Βασίλισσα του rock και με τον θρόνο να της ανήκει δικαιωματικά. Αυτά, rock on και να περνάτε καλά!
(για τη Βασούλα, σπουδάστρια της Σχολής Καλών Τεχνών η οποία και επέλεξε το αντικείμενο του άρθρου.)
Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευθεί αρχικά στη στήλη “Σκάσε και Άκου” του έντυπου περιοδικού Retroplanet