Κάποια συγκροτήματα είναι στ’ αλήθεια ιστορικά. Μπορεί οποιοσδήποτε να το διαπιστώσει αυτό κι από μόνος του αν απλώς ερευνήσει λίγο το πόσο σημαντικός ήταν ο ρόλος του για το σύνολο του μουσικού κόσμου.
Τα ίδια συγκροτήματα, είναι επίσης κι από εκείνα που κανείς μας, ανεξάρτητα από την προσωπικότητα, το περιβάλλον και το γούστο του, δεν θα μπορούσε ποτέ να αγνοήσει. Μεταξύ μας, είναι σχεδόν αδύνατο –ακόμα κι αν προσπαθείς- να αγνοήσεις τους Police (“The Police”). Είναι και αυτοί μέσα στην κατηγορία όλων αυτών των ιστορικών συγκροτημάτων. Σ’ αυτό λοιπόν το αφιέρωμα θα ασχοληθούμε με το βρετανικό τρίο που έκανε το mainstream να ακούγεται πιο ιδιαίτερο από ποτέ.
Οι Police, ιστορικά καταγεγραμμένοι ως τρίο, αποτελούνταν από τους: Gordon Sumner (γνωστός και ως Sting) στο μπάσο και την φωνή, Andy Summers στην κιθάρα και τα φωνητικά και Stewart Copeland στα drums, τα φωνητικά και τα κρουστά. Παρόλη τη «μικρή» διάρκεια ζωής τους ως μπάντα (1977-1984) κατάφεραν να καθορίσουν μεγάλο μέρος της ιστορίας του Rock,της Pop και του New Wave. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό πως βρίσκονται στη θέση νο. 70 αναμέσα στους 100 μεγαλύτερους καλλιτέχνες όλων των εποχών και ότι η καριέρα τους τελικά «ζυγίζει» πάνω από 50 εκατομμύρια πουλημένα αντίτυπα σε όλον τον κόσμο.
Το 1977, η progressive rock μπάντα, Curved Air αποφασίζουν να λήξουν την καριέρα τους αφήνοντας τον drummer τους, Stewart Copeland προβληματισμένο για το τι να κάνει. Ο Copeland, γιος ενός πράκτορα της CIA και μιας αρχαιολόγου που αγαπούσαν την jazz και την κλασσική μουσική, αποφασίζει τελικά να στραφεί προς την απλούστερη μουσική και να δημιουργήσει μια μπάντα που θα διεκδικούσε επάξια τη θέση της ανάμεσα στα καλύτερα punk groups της Βρετανίας. Η Punk εκείνη την εποχή ήταν φυσικά ό,τι πιο δημοφιλές υπήρχε οπότε δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να βρει ανθρώπους να συνεργαστεί. Για καλή του τύχη, ο παλιός γνωστός του, Sting ήταν ελεύθερος από τις διάφορες jazz μπάντες του άρα και διαθέσιμος να ακολουθήσει το όνειρο του Copeland. Ο Sting είχε κληρονομήσει το εν λόγω παρατσούκλι από την αμφίεση που χρησιμοποιούσε στις πρώτες του μουσικές εμφανίσεις η οποία απαρτιζόταν από κίτρινα και μαύρα ρούχα (σαν ένα κεντρί). Ήταν πρώην δάσκαλος και κοινωνικός λειτουργός οπότε οι στίχοι του θα αποδεικνύονταν πολύ ευρηματικοί και ευαισθητοποιημένοι. Το σχήμα θα έρθει τελικά να συμπληρώσει ο –όχι και τόσο ικανός- κιθαρίστας, Henri Padovani και οι νεογέννητοι Police θα μπουν στο studio για να δημιουργήσουν το πρώτο τους single με τίτλο “Fall Out” το οποίο θα κυκλοφορήσει την άλλη χρονιά τελικά υπό το ανεξάρτητο label που είχε φτιάξει ο ίδιος ο Copeland μαζί με τον αδερφό του, Ian (Illegal Records Syndicate, I.R.S.). Το πρώτο αυτό δείγμα της μπάντας ήταν ένα ωμό μίγμα punk με pop στοιχεία το οποίο θα πουλούσε τελικά και 70.000 αντίτυπα στην Βρετανία.
Μέχρι τότε βέβαια οι Police θα έχουν υποστεί κάποιες βασικές αλλαγές. Στα μέσα του 1977 ακόμα, οι Copeland και Sting θα κληθούν να συμμετάσχουν σ’ ένα project με σκοπό την πρόωρη ανάσταση των Gong. Το project είχε στηθεί από τον Mike Howlett, πρώην μέλος φυσικά των Gong και όπως και οι δύο από τους Police, είχε κληθεί επίσης και ο πρώην κιθαρίστας του Eric Burdon(and The Animals), Andy Summers. Όσο το project προχωρούσε, Copeland, Sting και Summers θα έδεναν σαν προσωπικότητες και μουσικοί, πράγμα που θα οδηγούσε τελικά και στην αντικατάσταση του Padovani από τον εν λόγω κύριο.
Μαζί πλέον, οι τρεις τους έθεσαν στόχους για την καριέρα των Police. Προσπάθησαν να ξεχωρίσουν από την κοινότυπη ιδεολογία του punk και το κατάφεραν παίζοντας σε μια διαφήμιση τσίχλας, υποδυόμενοι μια punk-rock μπάντα. Η κίνηση αυτή προφανώς θα τους χώριζε από την γενικότερη punk ιδεολογία που ερχόταν φυσικά σε αντίθεση με κάτι τόσο εμπορικό. Οι Police βέβαια αναζητούσαν εν μέρει το εμπορικό καθώς ήξεραν πως τους ταίριαζε περισσότερο προκειμένου να πετύχουν στον χώρο του mainstream (ακόμα κι αν η μουσική τους δεν ήταν ακριβώς εμπορική εκείνη την εποχή). Είναι σημαντικό επίσης να σημειώσουμε πως από αυτό το διαφημιστικό θα δημιουργηθεί τελικά και το image του συγκροτήματος καθώς ήταν εκεί που τους ζητήθηκε να βάψουν όλοι τα μαλλιά τους ξανθά. Απελπισμένοι λόγω έλλειψης χρημάτων εκείνοι συμφώνησαν, «μεταμορφώθηκαν» σε ξανθά ομορφόπαιδα και δεν άλλαξαν μάλλον ποτέ.
Το ημερολόγιο τώρα δείχνει 1978 και οι Police υπογράφουν εδώ το πρώτο τους δισκογραφικό συμβόλαιο με την εταιρεία A & M. Ο μεγάλος αδερφός του Copeland τώρα, Miles (μεγάλη οικογένεια τελικά…) άκουσε μια πρώτη έκδοση του “Roxanne” και συνειδητοποιώντας μαζί και το ταλέντο της μπάντας αποφάσισε να τους κάνει την γνωριμία που θα τους κέρδιζε τελικά και το συμβόλαιό τους. Ηχογράφησαν λοιπόν το ντεμπούτο τους, Outlandos d’ Amour διαλέγοντας φυσικά ως πρώτο single, το Roxanne. Εκείνο τελικά τους χάρισε φήμη στη Μεγάλη Βρετανία και έκανε και κάποια επιτυχία σε άλλες χώρες όπως η Αυστραλία. Η επόμενη τους κίνηση βέβαια χαρακτηρίζεται τουλάχιστον παράξενη. Χωρίς ακόμα να έχουν κυκλοφορήσει τίποτα εκεί, οι Police αποφάσισαν τελικά να νοικιάσουν εξοπλισμό και ένα φορτηγό FordEconoline (λόγω οικονομικής δυσχέρειας) και να περιοδεύσουν ολομόναχοι στις ΗΠΑ. Εκεί κατάφεραν να κερδίσουν πιστούς οπαδούς οι οποίοι θα έσπρωχναν τα “Roxanne” και “I Can’t Stand Losing You” στα charts όταν τελικά εκείνα θα πέρναγαν και στην άλλη πλευρά του ωκεανού. Το album θα ονομαζόταν κανονικά “Police Brutality”, μια ιδέα του manager τους, Miles Copeland. Ο ίδιος παρόλα αυτά αφού πρόσεξε την επιτυχή πορεία του Roxanne αποφάσισε πως θα ‘ταν καλύτερη κίνηση για τη μπάντα να υιοθετήσει ένα πιο ρομαντικό image. Εξ’ ου και ο «γαλλικής» προέλευσης τίτλος (είναι μια μίξη της λέξης “Outlaws” με την λέξη “Commandos”/ ο τίτλος στο σύνολό του μεταφράζεται ως, «Εξόριστοι της αγάπης»).
Έναν χρόνο μετά, οι Police χτυπάνε ξανά. Αυτή τη φορά με το “Reggatta de Blanc” (που σημαίνει στην πραγματικότητα «White Reggae»). Εδώ έχουμε κι άλλα κλασσικά κομμάτια που εξακολουθούν ακόμα και τώρα να βρίσκονται στο προσκήνιο της rock μουσικής. Μιλάω φυσικά για το “Message In A Bottle” και το “Walking on the Moon” που εκτόξευσαν το άλμπουμ αυτό στις ψηλότερες θέσεις των ευρωπαϊκών αγορών και όχι μόνο. Ηχογραφημένο σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, κάνει τον ήχο των Police ακόμα πιο ξεχωριστό και είναι από τα ελάχιστα reggae rock albums της ιστορίας που έχουν ακουστεί τόσο πολύ (οι μόνοι που τους ανταγωνίζονταν ως τότε ήταν οι The Clash και ο Eric Clapton με τη διασκευή του στο “I Shot The Sheriff”). Τη χρονιά εκείνη κέρδισαν και το πρώτο τους Grammy για την live εκτέλεση (“Best Rock Instrumental Performance”) του “I Can’t Stand Losing You” από τον προηγούμενο δίσκο τους.
Το 1980 θα ξεκινήσουν την παρθενική τους παγκόσμια περιοδεία αποφασίζοντας να επισκεφτούν και χώρες που ποτέ δεν είχαν ιδιαίτερη προσοχή ως τότε από τους live performers. Έτσι τους βλέπουμε να παίζουν σε Ινδία, Αίγυπτο, Ελλάδα, Ταϊλάνδη και Μεξικό. Ό,τι έπρεπε θα ‘λεγα για να μπορέσουν να προετοιμάσουν σωστά το έδαφος για τη νέα τους κυκλοφορία. Το Zenyatta Mondatta θα σημάνει τελικά την πρώτη μεγάλη επιτυχία των Police στην Αμερική όπου και θα γίνει πλατινένιο (νο.5 στα charts του 1980). Τα μέλη του συγκροτήματος από τότε ακόμα μετάνιωναν την διαδικασία και τον τρόπο που δημιουργήθηκε και κυκλοφόρησε το Zenyatta Mondatta καθώς, όπως ήταν φυσικό, εταιρείες και management τους πίεζαν πολύ να το τελειώσουν. Ο Copeland χαρακτηριστικά έχει δηλώσει: “Ήταν πολύ πιο κουραστικό απ’ όσο μπορούσαμε να αντέξουμε. Τελειώσαμε τον δίσκο στις 4 το πρωί της ημέρας που ξεκινάγαμε την επόμενή μας παγκόσμια περιοδεία…».
Παρά την γκρίνια βέβαια η επιτυχία ήταν μια δεδομένη συνταγή για το τρίο. Ο Sting υπογράφει τα “Don’t Stand Close To Me” (Grammy for best Duo or Group Performance) και “De Do Do Do, De Da Da Da” που ήταν σε όλα τα chart lists του κόσμου για βδομάδες «κολλημένα» στην δεκάδα. Το Zenyatta Mondatta είναι μάλλον η τελευταίο δείγμα της πρώτης εποχής των Police. Οι reggae ρυθμοί και τα γεμάτα ενέργεια ρυθμικά θα αρχίσουν σιγά σιγά να υποχωρούν για να δώσουν τη θέση τους στην pop εκδοχή της μουσικής των Police. Επειδή ακριβώς το άλμπουμ γράφτηκε με πολύ αυστηρό χρονοδιάγραμμα έχει δύο ορχηστρικά κομμάτια: “The Other Way Of Stopping” και “Behind My Camel” εκ των οποίων το δεύτερο θα κερδίσει και το grammy για το καλύτερο ροκ ορχηστρικό κομμάτι.
Κάπου εδώ ,και για αρκετό καιρό μετά, θα αρχίσουν τα παράλληλα projects και των τριών. Ο Sting ως γνήσιος celebrity material άνθρωπος, άρχισε να πειραματίζεται με την ηθοποιία χτίζοντας έτσι την εικόνα του και την…τσέπη του. Με χαρακτηριστικούς ρόλους στα: Quadrophenia (1979), Radio On (1979), Brimstone and Treacle (1982), The Secret Policeman’s Other Ball (1982) και εννοείται στον πιο χαρακτηριστικό του στο Dune όπου υποδύεται τον Feyd Rautha (αυτόν με τα πορτοκαλί μαλλιά). Ο Copeland θα γράψει με τον Peter Gabriel και θα συνθέσει παράλληλα το soundtrack της ταινίας Rumble Fish (1983) του Francis Ford Coppola. Ο Summers από την άλλη θα μείνει λίγο πιο στάσιμος βοηθώντας απλώς τον Robert Fripp για δύο δισκογραφικές δουλειές. Όταν βάζεις τρεις υπερ-ταλαντούχες φυσιογνωμίες σαν κι αυτές είναι δύσκολο να τους κρατήσεις στάσιμους για πολύ καιρό οπότε ήταν πολύ φυσιολογικό όλοι τους να μην αρκούνται στους Police για να ικανοποιήσουν τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες. Παρόλα αυτά, η πολυπραγμοσύνη τους αυτή θα δημιουργήσει νέα προβλήματα αντί απλώς να εκτονώσει την πίεση. Η ζωή του Sting είχε αρχίσει να έρχεται σε αντίθεση με τις φιλοδοξίες και τα πιστεύω του Copeland κι έτσι μια πολύ «ειλικρινής» διαφωνία άρχισε να αναπτύσσεται ανάμεσα στον κόσμο των διασημοτήτων του Sting και εκείνων της πιο συγκρατημένης και μετρημένης ζωής του Copeland.
Επιστρέφοντας λοιπόν στα των Police μπαίνουν και οι τρεις ξανά στο studio, με ανανεωμένα μυαλά και νέες βλέψεις. Όπως είπα και πριν, οι pop επιρροές του Sting θα έβγαιναν σιγά σιγά στην επιφάνεια πράγμα που τελικά πραγματοποιήθηκε σ’ αυτόν ακριβώς τον δίσκο. Ο frontman ήταν από μικρός, φανατικός αναγνώστης του συγγραφέα Arthur Koestler και έτσι δικαιολογούνται τα πάντα σχεδόν για το Ghost In The Machine(1981). Ομώνυμο με τη νουβέλα του Koestler και πολύ διαφορετικό από όλα τα προηγούμενα, αγνοεί την ωμότητα και την ενέργεια του τρίο και φαίνεται να είναι πολύ πιο δεκτικό σε στοιχεία όπως τα synthesizers και τα πνευστά που ακούγονται για πρώτη φορά σε κομμάτια των Police. Από εδώ ξεχωρίζουν τελικά τα “Every Little Thing She Does Is Magic”, “Invisible Sun” και “Spirits In The Material World”, όλα με ένα μυστήριο στοιχείο ατμόσφαιρας το οποίο καλύπτει τελικά το reggae ιστορικό της μπάντας. Το «ψηφιακό» εξώφυλλο αποτελείται στην πραγματικότητα από επεξεργασμένες φωτογραφίες των τριών μελών και είναι ένα μόνο από τα στοιχεία που το έκαναν τόσο δημοφιλές στο κοινό, παρά τις μουσικές αλλαγές που περιέχει, το οποίο το έκανε πλατινένιο σε όλες τις χώρες που κυκλοφόρησε και του χάρισε μαζί και τρία Grammy Awards.
Το τελευταίο album των Police είναι κατά τη γνώμη μου ο πιο ένδοξος αποχαιρετισμός που δόθηκε ποτέ από κάποιο μουσικό σχήμα σ’ όλη την ιστορία. Αν η ιστορία γράφεται μέσα από ακραίες καταστάσεις το ίδιο μάλλον συνέβη και με το Synchronicity. Ηχογραφήθηκε σε ξεχωριστά από το κάθε μέλος, μια διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα να ανέβουν κατακόρυφα οι τόνοι και να φθαρούν στο έπακρο οι σχέσεις μεταξύ τους. Ο παραγωγός Hugh Pagdham προσπαθούσε να κρατήσει τις ισορροπίες και εν μέρει τα κατάφερε αφού τελικά το album ολοκληρώθηκε και κυκλοφόρησε στην ώρα του… Πανικός!… Για να σας δώσω να καταλάβετε το μέγεθος της επιτυχίας αρκεί μόνο να σας πω πως ο μοναδικός άξιος ανταγωνιστής εκείνη την χρονιά (1983) για το Synchronicity ήταν ο Michael Jackson με το Thriller(μεγάλη χρονιά για τη μουσική εκείνη). Η μπάντα με τον performer «κονταροχτυπήθηκαν» και στα grammy καθώς τα βραβεία μοιράζονταν μεταξύ τους συνεχώς από τη μία κατηγορία στην άλλη. Το single “Every Breath You Take” είναι η μεγαλύτερη επιτυχία που είχαν ποτέ οι Police. Η απλότητα και το γούστο του είναι αξίες που χαρακτηρίζουν όλον τον δίσκο αυτό. Κομμάτια όπως τα: “King Of Pain”, “Synchronicity I” και “Synchronicity II” είναι όλα στο πάνθεον του ροκ και αξίζει να σκεφτόμαστε πάντοτε πως βρίσκονταν όλα στο ίδιο άλμπουμ (με τη μία που λένε). Η περιοδεία που θα ακολουθήσει την κυκλοφορία του θα μείνει κι αυτή στην ιστορία σημαδεύοντας όλον τον κόσμο (σε γεμάτα στάδια) με το στίγμα των Police. Το τελευταίο στίγμα για την ακρίβεια.
Κατά τη διάρκεια της περιοδείας, οι σχέσεις των Copeland και Sting έφτασαν στο απροχώρητο και , μετά το τέλος της, οι Police ανακοινώνουν ένα «προσωρινό διάλειμμα» από το οποίο δεν θα επανέλθουν τελικά ποτέ παρά τις διάφορες προσπάθειες που έγιναν (όπως στο Amnesty International: A Conspiracy Of Hope Tour). Ο Sting θα ξεκινήσει μια λαμπρή solo καριέρα με το The Dream Of the Blue Turtle (1985) και ο Copeland θα συνεχίσει την αναζήτηση του στη μουσική του κόσμου και τα soundtracks ενώ ο Summers θα προχωρήσει στα διάφορα jazz fusion πειράματά του. Το 1986 έκαναν μια ύστατη προσπάθεια να συνεργαστούν ξανά ηχογραφώντας νέες εκδόσεις των “Don’t Stand So Close To Me” και “De Do Do Do, De Da Da Da” οι οποίες θα συμπεριληφθούν τελικά στην συλλογή “Greatest Hits” που θα κυκλοφορήσει την ίδια χρονιά. Από τότε οι Police έκαναν διάσπαρτες στον χρόνο και μάλλον δειλές εμφανίσεις με αποκορυφώματα τον δεύτερο γάμο του Sting όπου και οι παρευρισκόμενοι του πίεσαν να παίξουν και την τελετή εισαγωγής τους στο Rock N’ Roll Hall Of Fame όπου και έπαιξαν τρία τραγούδια. Οι αυτοβιογραφίες και των τριών έδωσαν μια προοπτική στο πόσο άσχημα τα πράγματα υπήρξαν μεταξύ τους δημοσιεύοντας διάφορα περιστατικά από την καριέρα τους μαζί.
Το 2007, τα καλά νέα κάνουν τον γύρο του κόσμου. Σε διάφορες συνεντεύξεις μέσα στην χρονιά ο Sting και ο Copeland δήλωσαν έμμεσα την θέλησή τους να κλείσουν τελειωτικά τον κύκλο των Police με μία τελευταία παγκόσμια περιοδεία χωρίς παρόλα αυτά να δουλέψουν κάποιο καινούργιο υλικό. Αποτέλεσμα: κυριολεκτική κοσμοσυρροή! Sold Out συναυλίες μήνες πριν την πραγμάτωσή τους σε μέρη όπως το Hyde Park και το Madison Square Garden. Τέσσερα εκατομμύρια εισιτήρια και 358 δολάρια ήταν αρκετά για να μετατρέψουν αυτήν την απόφαση στην 3η μεγαλύτερη περιοδεία όλων των εποχών.
Αυτοί ήταν λοιπόν οι Police, ένα αστέρι που μάλλον δεν έπεσε κι ούτε πρόκειται να πέσει ποτέ…
Δισκογραφία
• Outlandos d’Amour (1978)
• Reggatta de Blanc (1979)
• Zenyattà Mondatta (1980)
• Ghost in the Machine (1981)
• Synchronicity (1983)
Φυσικά, όπως καταλαβαίνετε, είναι αδύνατο να σας προτείνω κάποιο από τα albums αυτά. Όλα χρυσάφι είναι, τα καράτια τα καθορίζει ο καθένας για εκείνον. Η δισκογραφία τους είναι μικρή και θα ναι σίγουρα ένα στολίδι στην δισκοθήκη σας. Στη δική μου είναι δηλαδή…
Μανώλης Γιαννίκιος
1144