Halifax, Αγγλία τέλη δεκαετίας ‘80. Κάπου εκεί ξεκινάει η ιστορία των Paradise Lost.
Πέντε teenagers που αποφάσισαν ότι θέλουν να παίξουν μουσική, εμπνεύστηκαν το όνομά τους από το ποίημα του John Milton “Paradise Lost” και κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία αυτών, που έχουν χαρακτηριστεί πρωτοπόροι του death/doom/goth ιδιώματος. Και αν σκεφτεί κανείς ότι τρεις στους πέντε της αρχικής σύνθεσης είχαν ως αγαπημένο σχολικό μάθημα την τέχνη, μάλλον δύσκολα θα τους κέρδιζε η πυρηνική φυσική.
Η πρώτη επίσημη πρόβα έγινε στις 26/03/1988 στο Studio Χ, όπου και γράφτηκαν τα “Blood Filled Eyes” και “Plain of Desolation”, ενώ τρεισήμισι μήνες αργότερα ήρθε και το live στο Frog and Toad night club του Bradford, ως support των Acid Reign και Re-animator.
Αρχές του 1989 κυκλοφόρησε το demo τους “Frozen Illusion” και ακολούθησε –τυχαία ομολογουμένως- το πρώτο τους headline live. Υποτίθεται ότι θα άνοιγαν για τους Coroner (πάλι στο Frog and Toad), οι οποίοι όμως δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν εκεί.
Το πρώτο τους συμβόλαιο με την Peaceville και το πρώτο άλμπουμ “Lost Paradise”, έπονται. Όχι κι άσχημα, αν πιστέψει κανείς τον Aedy, ότι όταν υπέγραψαν, δεν έψαχναν καν εταιρεία. Ακολουθεί η πρώτη ευρωπαϊκή περιοδεία τους και…
“Gothic”! Ο δίσκος που τους καθιέρωσε, προκάλεσε το breakthrough και εννοείται θεωρείται πλέον κλασσικός. Ο πειραματισμός που τους χαρακτηρίζει σε όλη τη διαδρομή τους, ξεκίνησε από τότε. Ψιλοξεφεύγουν από τη death/doom φόρμα, χρησιμοποιούν συμφωνικά μέρη και γυναικεία φωνητικά (Sarah Marion) και γίνονται λίγο μελωδικότεροι. Το “Gothic” τους οδήγησε στη Music for Nations και στον Andy Farm, manager τους μέχρι και σήμερα, καθώς και στην απόφαση να ασχοληθούν με την μπάντα επαγγελματικά πλέον (ξέρετε, αφήνουμε δουλειές και τη βγάζουμε με τα ποσοστά από τις πωλήσεις και τα έσοδα από το merchandise).
Το 1992 κυκλοφορούν το “Shades of God”, στο οποίο περιλαμβάνεται και το “As I Die”, ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έγραψαν ποτέ, και το οποίο ευτυχώς συνεχίζουν να παίζουν στα live τους, γιατί άλλα τραγούδια από τα πρώτα τους LP’s έχουν σταματήσει να περιλαμβάνονται στα setlist τους. Ο Greg είχε πει για την περίοδο ηχογράφησης του δίσκου ότι ήταν “διασκεδαστική, με πολλές χαζομάρες, φαντάσματα, πίνακες Ouija και έναν τεράστιο gay τύπο”. Χαζομάρες και τέτοιο άλμπουμ, είναι λίγο ασύμβατα, αλλά δεν είμαστε σε θέση και να το σχολιάσουμε.
Η θέση της μπάντας στη metal σκηνή ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο το 1993, με την κυκλοφορία του “Icon” (όταν το ηχογραφούσαν, στο ίδιο studio κυκλοφορούσαν οι Matt Goss και Morten Harket –pop stars των 80’s, στους Bros ο πρώτος και στους A-ha ο δεύτερος και “pleasant guys” κατά τον Aedy). Ακολούθησε η περιοδεία στις Η.Π.Α. με Morbid Angel και Kreator και μετά tour με Sepultura για το “Chaos A.D”. Σίγουρα ένα live που πολύς κόσμος θα ήθελε να δει.
Το 1994 ξεκίνησε με μια mini περιοδεία στη Δανία και συνέχισε με τη headline για την προώθηση του “Icon”, ένα απαραίτητο διάλειμμα έπειτα από ενάμιση χρόνο στο δρόμο και την απαρχή του “Draconian Times”. Όσο γραφόταν το για πολλούς καλύτερο άλμπουμ τους, ο drummer Matt Archer αποχώρησε, οπότε και άρχισαν auditions για τον αντικαταστάτη του. Επικρατέστεροι; Ο Lee Morris και ο Jeff Singer: εξίσου καλοί και οι δύο, σε σημείο που η επιλογή του Morris έγινε κατά μία εκδοχή με το παλιό καλό “κορώνα-γράμματα” και κατά δεύτερη επειδή το drumkit του Singer ήταν ροζ!
Rock am Ring, Roskilde, Ιαπωνία, Νότιος Αμερική με Ozzy και Faith No More και highlights τα Dynamo Open Air ’95 και Donnington Monsters of Rock (o metal πρόγονος του Download και dream come true για μπάντες και οπαδούς που βρέθηκαν εκεί).
Μετά από δύο χρόνια σχεδόν ηχογραφήσεων και touring, ένα διάλειμμα και ακολουθεί το “One Second”, το τελευταίο τους άλμπουμ με τη MFN. Η κυκλοφορία που τους έβαλε στα γερμανικά και σουηδικά top-10, εκτίναξε τη δημοτικότητά τους παντού – εκτός φυσικά από το Ηνωμένο Βασίλειο (!)- και είναι από τις καλύτερές τους, αν και μελωδικότερη, είναι αρκετά σκοτεινή.
Το 1998 κυκλοφόρησε η συλλογή “Reflection” και ένα χρόνο αργότερα βρίσκονται στην EMI Electrola και… “Host”. Η πολύ πειραματική φάση των PL. Electronica και synth- pop/rock στοιχεία χαρακτηρίζουν τον ήχο τους, ενώ πλέον και τα μαλλιά, τα μούσια και τα μούτρα έχουν πάει περίπατο. Το image της μπάντας άλλαξε ριζικά. Ο Holmes είχε πει ότι κουρεύτηκε γιατί τον κυνηγούσε η γυναίκα του (?), ενώ οι υπόλοιποι για αδιευκρίνιστους λόγους-ίσως τσιμπούρια (μάλλον πρόκειται για αγγλικό χιούμορ).
Πέρα από το μαλλί δείχνουν να έχουν χάσει/ξεχάσει και όλες τις metal ρίζες τους. Για κάποιους, η “χειρότερα δε γίνεται” φάση τους, για άλλους ένα καλό LP, που όμως δεν έχει καμία σχέση με το συγκρότημα. Κατά τον Aedy ό,τι πιο σκοτεινό και μίζερο έχουν κάνει ποτέ. Σίγουρα έχασαν οπαδούς εξαιτίας του, κέρδισαν όμως άλλους, κάνοντας το κοινό τους ευρύτερο.
Το “Believe in Nothing” θεωρητικά θα κυκλοφορούσε το Σεπτέμβρη του 2000. Τελικά κατέληξε να βγει αρχές του 2001, όταν είχε ήδη σταλεί σε περιοδικά και Dj’s έξι μήνες νωρίτερα. Κάτι μια καθυστέρηση στο remix, που μετέθεσε την κυκλοφορία, κάτι η εταιρεία που ήθελε να αποφύγει το λεγόμενο “superstar traffic” (πρόγραμμα κυκλοφοριών πριν από τα Χριστούγεννα), έκαναν την όλη υπόθεση λίγο περίεργη. Αν βάλουμε και το πόσο έπιναν τότε, μάλλον σωστά ο Mackintosh το χαρακτηρίζει “hangover album”. Παρόλ’αυτά, η περιοδεία τους βγήκε αρκετά καλά.
Το 2002 αλλάζουν πάλι εταιρεία, υπογράφοντας με τη GUN Records αυτή τη φορά, και βγάζουν το “Symbol of Life”. Χαράς ευαγγέλια. Τέρμα οι synthrock/pop πειραματισμοί και αρχή της επιστροφής στις παλιές καλές μεταλλικές ρίζες. Απρόσμενο δωράκι του LP: όταν ηχογραφούσαν, βρίσκονταν στο studio και οι Cathedral, έτσι ο Holmes έκανε κάποια backing vocals στο δίσκο τους και ο Lee Dorian στο “Symbol of Life”. To 2003 βγαίνει το “Live at the BBC” και η χρονιά προβλέπει βαρύ πρόγραμμα περιοδειών, δεδομένης της επιτυχίας του νέου δίσκου.
Ένα χρόνο αργότερα έρχεται η ώρα του Jeff Singer. Ο Lee παντρεύεται και αποφασίζει ότι θέλει χρόνο με την οικογένειά του, έτσι 10 χρόνια μετά την πρώτη του audition, ο Singer βρίσκεται στην μπάντα.
Δέκατο ομώνυμο άλμπουμ το 2005 πάλι με τη GUN και μια αρκετά καλή περιοδεία, παρά τη γκαντεμιά που υπήρξε: ο Greg παθαίνει περιτονίτιδα και αντικαθίσταται από τον μόνιμο πια roadie Milly Evans, ο οποίος όμως δεν μπορούσε να παίξει στο show του Κιέβου. Ζόρικα τα πράγματα για τον Aedy, που έπρεπε να καλύψει τα κιθαριστικά μέρη δύο ατόμων.
Το 2007 τους βρίσκει σε καινούργια εταιρεία-για άλλη μια φορά στην καριέρα τους- τη Century Media, και με το “In Requiem” φαίνεται πια ξεκάθαρα η επιστροφή στη “μαυρίλα” του παρελθόντος.
Είκοσι χρόνια μετά την αρχή τους και ψιλοξαφνιάζουν πάλι τον κόσμο περιοδεύοντας με τους HIM. Εφόσον εκείνοι το θεώρησαν κατά κάποιο τρόπο πρόκληση να κερδίσουν ένα κοινό άσχετο με το είδος, εμείς τι να πούμε. Κάπου εκεί, ο Singer ανακοινώνει την αποχώρησή του, για να αφοσιωθεί στην οικογένειά του. Τελικά, κάτι τρέχει με τους drummers: δύο στους τρεις αποχώρησαν χάριν της οικογένειάς τους. Παιδιά, προσέξτε το!
Σεπτέμβρης 2008 και Unholy Trinity Tour. Παρίσι και Λονδίνο με Anathema και My Dying Bride και Krefeld μόνο με Anathema. Αν και κάποιοι θεώρησαν ότι η εμφάνιση των PL δεν ήταν κάτι αξιομνημόνευτο (γούστα είναι αυτά) η συναυλία έγραψε.
Συνέχεια το 2009 με το “Faith Divides Us-Death Unites Us” με τον ex-Cradle of Filth, At the gates και The Haunted Adrian Erlandsson πίσω από τα drums (αρκεί να μην αποφασίσει κι αυτός να την κάνει για να αφοσιωθεί στην οικογενειακή ζωή).
15 χρόνια μετά την αρχική κυκλοφορία του “Draconian Times” ακολουθούν την αμφιλεγόμενη μόδα της εποχής και παίζουν όλο το δίσκο live σε μια mini περιοδεία, η οποία πέρασε (κλασσικά) και από Ελλάδα. Η τελευταία συναυλία στο Forum του Λονδίνου μαγνητοσκοπήθηκε και κυκλοφόρησε σε DVD/CD.
Φέτος, επανήλθαν με το “Tragic Idol”, που είναι και ό,τι πιο βαρύ έχουν γράψει τα τελευταία χρόνια. Τώρα, το αν θα καταφέρει να ξεπεράσει το status που έχει τεθεί με παλαιότερες κυκλοφορίες, νομίζω πως είναι καθαρά υποκειμενικό.
Ίσως η βαρύτητα και το σκοτάδι που βγάζει το “Tragic Idol” να οφείλεται εν μέρει στην αλλαγή διάθεσης του Greg. Ο θάνατος του πατέρα του τον επηρέασε αρκετά, κάτι που έδειξε εντονότερα με τις συνθέσεις των Vallenfyre. Στους PL η σύνθεση ήταν πάντα έργο των Holmes και Mackintosh-στιχουργικά ο πρώτος, μουσικά ο δεύτερος- οπότε και το αποτέλεσμα δεν ήταν δυνατό να αντικατοπτρίζει τα συναισθήματα ενός από τους δύο. Πάντως είναι αξιοθαύμαστο, το ότι τόσα χρόνια, έχουν όλοι προσαρμοστεί ή συμβιβαστεί με την “κυριαρχία” των δύο και καταφέρνουν να λειτουργούν καλά. Αν πιστέψει κανείς τον Holmes, εφόσον οι ιδέες των Steve και Aaron είναι… αφήστε καλύτερα, προτιμούν να τους δίνουν παραπάνω χρήματα για να κάθονται ήσυχοι. Αποδεκτές μόνο κάποιες μικρές βελτιώσεις. Αν έτσι η μπάντα παραμένει ασφαλής (μάλλον έκανε χιουμοράκι όταν το έλεγε) πάμε πάσο.
Τελικά τι μπορούμε να πούμε για τους Paradise Lost; Πρωτοπόροι, δεν κωλώνουν να πειραματιστούν και σίγουρα έχουν χαρίσει στους οπαδούς τους αξέχαστες στιγμές-ενίοτε και μεγάλες απογοητεύσεις.
Μυστικό της επιτυχίας τους; Θα έλεγα κυρίως η φιλία των Nick Holmes και Greg Mackintosh και η αγάπη γι’αυτό που κάνουν.
Και ένα παράπονο: γιατί ρε παιδιά δεν ξεπερνάτε ποτέ τη μιάμιση ώρα στις συναυλίες σας; Αφού μπορείτε. Υπάρχουν αρκετά κομμάτια, από τα οποία μπορούν να επιλεγούν 3-4 και να δώσουν το κάτι παραπάνω, χωρίς να κουράσουν ή να ξενερώσουν τον κόσμο.
Τέλος, η κάπως μαζοχιστική (για κάποια κολλημένη οπαδό) παράκληση: λείψτε μας λιγάκι. Σίγουρα σας αγαπάμε και εσείς γουστάρετε να παίζετε Ελλάδα, αλλά μήπως θα έπρεπε να κάνετε ένα break; Να θυμήσω ότι στο live του Gagarin το 2009, έπειτα από την αποτυχημένη -λόγω ασθένειας του Nick- συναυλία του 2007 και την απουσία τους από την Αθήνα το 2008 (έπαιξαν μόνο στα Χανιά), τα σπάσανε. Είχαν λείψει για λίγο και το ευχαριστηθήκαμε πολύ περισσότερο.