David Bowie, Thom Yorke/Radiohead, Jarvis Cocker/Pulp, Death In June, Nick Cave, Anthony And The Johnsons, Marc Almond, Neil Hannon/The Divine Comedy, Steven Wilson, Perry Blake, Ihsahn, Leonard Cohen, Cousteau, Mikael Akerfeldt/Opeth, Undark, David Sylvian. Μερικά από αυτά τα ονόματα έχουν αλλάξει την ιστορία της σύγχρονης μουσικής, αλλά όλοι στην παραπάνω λίστα και εκατοντάδες ακόμα, έχουν κάτι κοινό: την λατρεία τους και την επιρροή που έχει εμπνεύσει τον ήχο τους, τον τεράστιο Noel Scott Engel, κατά κόσμον Scott Walker.
Η 25η Μαρτίου 2019 θα κυλούσε ήσυχα και ωραία, αν δεν ερχόταν το τραγικό νέο σαν χαστούκι ισάξιο (αν όχι μεγαλύτερο) με αυτό του χαμού του Bowie τρία χρόνια πριν: η δισκογραφική εταιρεία 4AD, συνεργάτης του Scott για πάνω από 10 χρόνια, ανακοίνωσε πρώτη το θάνατο του κορυφαίου καλλιτέχνη, με πιθανή αιτία (ακόμα δεν είναι ξεκάθαρο) τον καρκίνο, στα 76 του χρόνια.
Ο Scott που γεννήθηκε στο Ohio των Ηνωμένων Πολιτειών το 1943, ασχολήθηκε με την μουσική αλλά και τον κινηματογράφο από την εφηβεία του. Ήδη στα μισά της δεκαετίας του ‘60, ο Scott με τα μουσικά του “αδέρφια” είχαν δημιουργήσει τους The Walker Brothers και πολύ σύντομα, μια λαμπρή καριέρα και μεγάλη επιτυχία με έπη της εποχής όπως τα “Make It Easy On Yourself” και “The Sun Ain’t Gonna Shine Any More”, μεταξύ άλλων.
Μέσα από τις μουσικές των Walkers, μπορούσες εύκολα να καταλάβεις πως ο Scott δεν ήταν απλά μια ακόμα crooning φωνή σε μια pop μπάντα, αλλά ένα εξαιρετικά ιδιαίτερο, βαρύτονο λαρύγγι που με κάθε ανάσα και νότα του, σου δημιουργούσε ανατριχίλες και καθηλωτικές εικόνες.
Το 1967, τα “αδέρφια” είχαν τραβήξει διαφορετικούς δρόμους και ο Scott ξεκίνησε την προσωπική του πορεία (κρατώντας το “Walker” ως επώνυμο-ψευδώνυμο) με τα 4 volumes των albums που κυκλοφόρησαν πριν τελειώσει η δεκαετία: 4 διαμάντια με τραγούδια γεννημένα από τον ίδιο, αλλά και άλλων συνθετών, μεταξύ των οποίων και ο μεγάλος Jacques Brel.
Η δεκαετία του ‘70 δεν μπήκε εξίσου καλά για τον τραγουδιστή και τραγουδοποιό, με αποτέλεσμα το 1975 και μετά από ένα παντελώς αδιάφορο δέκατο album με τίτλο “We Had It All” να επανενεργοποιεί τους The Walker Brothers για τρία albums.
Τα δύο δεν είχαν κάτι ιδιαίτερο να πουν (πέρα της φωνάρας του Scott που είναι απολαυστική ακόμα και στο χειρότερο τραγούδι του κόσμου), ενώ το τρίτο και τελευταίο με τίτλο “Nite Flights” του 1978, καθιστά σαφές το μέλλον του Scott: το σκοτάδι και ο πειραματισμός γεννιέται στις συνθέσεις του μεγάλου μουσικού, όπως το μοναδικό “The Electrician” που κοιτάζει κατάματα την ηχητική άβυσσο που έρχεται τις επόμενες δεκαετίες.
Το 1984 και μετά από πέντε δύσκολα χρόνια, ο Scott επιστρέφει καλλιτεχνικά δυνατότερος από ποτέ, κυκλοφορώντας ένα album-ορόσημο, όχι μόνο για το avant-garde της δεκαετίας του, αλλά και γενικότερα μέχρι σήμερα: το “Climate Of Hunter”ήταν το πρώτο ολοκληρωμένο δημιούργημα του Scott από κάθε άποψη – συνθέσεις, παραγωγή και τον περίεργο τρόπο που διάλεξε να ενορχηστρώσει, μην έχοντας δώσει τις μελωδίες στους υπόλοιπους μουσικούς που, ουσιαστικά δεν ήξεραν ολοκληρωμένη καμία σύνθεση στην οποία θα συμμετείχαν.
Για τους ίδιους προσωπικούς και σκοτεινούς λόγους, ο Scott δεν έδωσε τίτλους στα μισά τραγούδια του album, λέγοντας πως είναι ολοκληρωμένα χωρίς να χρειάζονται ονόματα.
Έντεκα χρόνια πέρασαν από το μεγάλο “Climate Of Hunter” μέχρι το επόμενο αριστούργημα (και προσωπικό αγαπημένο του γράφοντα), το τεράστιο “Tilt”.
Το σκοτάδι και η άβυσσος στο μυαλό του κυρίου Engel, ως αρώματα μέσα από μπουκαλάκια που άνοιξαν, ξεχύνονται σαν αύρα γύρω του και μας αγγίζουν όλο και περισσότερο μέσω ενός album που άργησε τόσο να κυκλοφορήσει επειδή φήμες λένε πως ο Scott παράτησε μια μέρα τις ηχογραφήσεις στην μέση και εξαφανίστηκε για μήνες.
Το avant-garde αλλά και industrial στοιχείο ήταν πιο έντονο από ποτέ, ενώ η φωνή του Scott πιο στοιχειωμένη από κάθε dark/gothic/industrial κυκλοφορία που έχει υπάρξει ποτέ.
Είναι ειλικρινά πολύ δύσκολο να έχεις ακούσει έστω και μια φορά τα “Do I hear 21…21…21? I’ll give you 21…21…21” που ξεστομίζει στο ίσως τελειότερο τραγούδι που έχω ακούσει στη ζωή μου, το “Farmer In The City” και να μπορέσεις ποτέ να το ξεχάσεις, να είσαι πάλι ο ίδιος που ήσουν και πριν το ακούσεις.
Άλλα έντεκα χρόνια πέρασαν μέχρι την επόμενη κυκλοφορία του σκοτεινού άγγελου.
Στο ενδιάμεσο, ο Scott βρήκε την ευκαιρία να ασχοληθεί εντατικά με την παραγωγή τραγουδιών και albums άλλων καλλιτεχνών, όπως των Pulp, του Nick Cave και της Ute Lemper μεταξύ άλλων, αλλά και να γράψει το score της ταινίας “Pola X” του Leos Carax.
Το 2006, η ιστορική ανεξάρτητη δισκογραφική “4AD” (μαμά των Dead Can Dance, Cocteau Twins, Clan Of Xymox, Bauhaus, Piano Magic και δεκάδων ακόμα) κυκλοφορεί το δέκατο τρίτο album με τίτλο “The Drift”, το οποίο είναι μάλλον το πιο απόλυτο, πίσσα σκοτάδι δημιούργημα του Scott: δεν τίθεται πλεόν θέμα συμβατικής τραγουδοποιείας αλλά απόλυτου πειραματισμού και σουρεαλισμού από ένα τεράστιο καλλιτέχνη που δεν ρωτάει, δεν διαπραγματεύεται, αλλά μας προσκαλεί στους λαβύρινθους του μυαλού του ξέροντας πως μπορεί να μην καταφέρουμε ποτέ να βρούμε την έξοδο.
Το 2012 ήρθε το τέλος μια άτυπης τριλογίας που είχε ξεκινήσει με το “Tilt” – και το όνομα αυτού του τέλους ήταν “Bish Bosch”. Αυτό το album που είχε στοιχεία από τα δύο προηγούμενα του, αν και έφερνε το ακραίο ένα βήμα παραπέρα ακόμα και τις 20λεπτες διάρκειες τραγουδιών, ήταν και το τελευταίο ολοκληρωμένο (μουσική, στίχοι και φωνητικά) του Scott.
Το 2014 συνεργάστηκε με τους noisy droners Sunn O))) για ένα ακόμα σκοτεινό διαμαντάκι, το “Soused” και από τότε, η φωνή του Scott δεν ξανακούστηκε.
Τα επόμενα 4 χρόνια κυκλοφόρησε δύο scores ταινιών, αυτά των “The Childhood Of A Leader” και “Vox Lux” του Brady Corbet – δύο κυκλοφορίες που μας φέρνουν στο τραγικό σήμερα.
Με περισσότερα από 55 χρόνια στη δισκογραφία, ο Noel Scott Engel άλλαξε, διαμόρφωσε, σκοτείνιασε, έκανε πιο όμορφες, πιο όμορφα μελαγχολικές και σίγουρα πιο πλούσιες τις ζωές αμέτρητων ανθρώπων.
Εγώ, είμαι μια αυτές και τον ευχαριστώ για όσα μου έχει προσφέρει μέσα σε αυτά τα 25 χρόνια που κατάφερα να τον παρακολουθώ και για όσα άφησε παρακαταθήκη για να τον θυμάμαι για πάντα.
Αυτό είναι το ευχαριστώ μου, μια μικρή ιστορία του, ένα ρέκβιεμ που ακόμα και αν δεν εκδοθεί ποτέ, είναι ένας τρόπος να του ουρλιάξω ή ψιθυρίσω τις ευχαριστίες μου για να τις ακούσει στην άβυσσο που έχει χτίσει ικανοποιημένος το θρόνο του.
Do I hear forever…forever…forever?
You gave us forever…forever…forever…