Οφείλω να ομολογήσω ότι παρότι λάτρης της μελωδικής hardcore σκηνής, τους Polar τους έμαθα σχετικά πρόσφατα. Ίσως ήμουνα προκατειλημμένος όταν hardcore και metalcore μπάντες έχουν φωνητικά που θυμίζουν τα εμπορικότερα των νέο emo, είτε άμα το rhythm session περιορίζεται σε groove και beatdown σημεία, με ελλιπή τα γρήγορα ξεσπάσματα. Όμως οι Polar έκαναν την εξαίρεση αποτελώντας αναπόσπαστο κομμάτι των διαδικτυακών μου λιστών.
Αρκετά με την φλύαρη μου εισαγωγή. Ας μεταφερθούμε την συγκεκριμένη αίθρια χειμερινή βραδιά στο γνωστό υπόγειο συναυλιάδικο των Εξαρχείων την περασμένη Πέμπτη. 10 λεπτά μετά τις 10, οι ντόπιοι Skybinder ζέσταναν με το μελωδικό τους Deathcore, τον λιγοστό κόσμο δείχνοντας ότι γράφουν πρωτότυπες συνθέσεις στο ύφος τους, με σαφείς επιρροές από τους Parkway Drive, μην έχοντας μάλιστα, να ζηλέψουν και πολλά από τους Αυστραλούς. Ήχος μπάσος, δεμένη μπάντα, με epic μελωδίες στις κιθάρες να χρωματίζουν τον συμπαγή όγκο της μουσικής τους.
Μετά το δυναμικό beatdown και blast 20 λεπτό των νεοσύστατων Skybinder, έφτασε η ώρα των επίσης δικών μας Bring Back Pershephone, οι οποίοι από τις 10.40 μέχρι 11.10 μας παρουσίασαν ένα μισάωρο με ποικιλόμορφες επιρροές εντός και εκτός του είδους.
Επιβεβαίωσαν ότι όντως στην ευρύτερη rock σκηνή, το να παίζεις στην Ελλάδα όντως αδικείσαι, αφού φαίνεται πως τα εγχώρια συγκροτήματα δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα του εξωτερικού, και κάποια είναι πιο δουλεμένα και πρωτότυπα από τα συγγενικά τους ξένα. Δημιουργική μπάντα που έβλεπα πρώτη, και εύχομαι όχι τελευταία, φορά ζωντανά με σκοτεινά μελωδικές και μελαγχολικές κιθάρες να εναλλάσσονται με γρήγορα hardcore, death και thrash σημεία.
Παίζοντας κομμάτια από το “Revival”, αλλά κυρίως από τον πολύ καλό δίσκο “Good morning failure” που με την βοήθεια της φωνής του Κωνσταντίνου έδειξαν, κατά την ταπεινή μου άποψη πως παντρεύεται επιτυχώς το post hardcore και το metalcore με το goth & το doom των Paradise Lost. Ξεχώρισα το ομώνυμο του τελευταίου album, καθώς και το “More than life” (θα ήθελα να είναι φόρος τιμής στην ομώνυμη μπαντάρα). Με το hit “Route 66” το λιγότερο που ήθελα ήταν να ξεκινήσω mosh pit μόνος μου και θεωρώ ότι ήταν το καλύτερο κλείσιμο που θα μπορούσαν να κάνουν.
Ενώ στο ενδιάμεσο από τις 2 ελληνικές μπάντες η μουσική που έπαιζε στον χώρο ήταν Hard rock μεταξύ 11.10 με 11.30, ενώ έστηναν οι headliners με σβησμένα τα φώτα έπαιζε pop electro δημιουργώντας έτσι την αίσθηση της νηνεμίας πριν την καταιγίδα. 11.30 με Αγγλική συνέπεια ξεκινούν μέσα από μπιμπλίκια, οι πρώτες κιθάρες με την συνοδεία φωτορυθμικών γραμμών και η κραυγή του Αdam Woodford είναι σαν να σκάει hardcore mosh pit σε ένα ιλουστρασιόν mainstream club. Ήχος καθαρός και ογκώδης που με το ηλεκτρονικό χαλί από υπολογιστή κάλυπτε την έλλειψη μπάσου, αφού απουσίαζε ο Johny Bowman. Έτσι οι 2 κιθάρες του Fabian Loms και του Tom Green έκαναν όλη τη δουλειά από τα beatdown σημεία μέχρι τις groovy mid tempo διπεταλιές του Noah See που σε έκαναν να θες να ξεβιδώσεις κεφάλι, πόδια, χέρια από το κοπάνημα.
Ξεκίνησαν με 2 κομμάτια από την τελευταία τους κυκλοφορία ονόματι “Nova” τα (με μονολεκτικούς τίτλους όπως σε όλο το άλμπουμ) “Devil” και “Prey”, με τα ηλεκτρονικά στοιχεία να είναι πιο εμφανή και έντονα από τους προηγούμενους δίσκους, όπως το ακόλουθο “Tidal Waves” από το προτελευταίο δίσκο τους, “No Cure No Saviour”. Ακολουθούν τα “Adore”, “ Breathe” και “Cradle” ξεσηκώνοντας και τους λίγους εναπoμείναντες αμέτοχους φίλους της μπάντας. Συνεχίζουν με το παλιότερο “Blood for Blood” και επανέρχονται στα πιο ηλεκτρονικά μονοπάτια με το “Midnight”, επίσης από το νέο “Νοva”. Επανέρχονται στο προτελευταίο άλμπουμ με την κομματάρα “Black Days” και κλείνουν με το πιο παιγμένο κομμάτι του τελευταίου δίσκου τo “Drive”.
Το μόνο παράπονο που έχω είναι ότι θα μπορούσαν να έκαναν ένα encore ή να παίζανε μερικά ακόμα κομματάκια από τους παλιότερους δίσκους, πλην των 2 τελευταίων στους οποίους επικεντρώθηκαν. Κατά τα άλλα, πολύ δυναμικό 40 λεπτό που πρόσφερε beatdown melodic hardcore με τσαγανό, σκηνική παρουσία που δεν καταβλήθηκε από την έλλειψη του πολύ κόσμου, σου κόλλαγε το κεφάλι στον τοίχο από την αρχή και σε παρότρυνε να θες να τραγουδήσεις στα sing along σημεία και ας μην πολύ ήξερες τους στίχους. Ας ελπίσουμε ότι παρότι ήταν η πρώτη φορά που επισκέφτηκαν οι Polar τη χώρα μας, δεν θα ναι η τελευταία όπως οι ίδιοι υποσχέθηκαν και την επόμενη θα ακούσουμε και παλιότερο υλικό.
Φωτογραφίες : Χρήστος Λεμονής
811