THIS WINTER MACHINE: “The Man Who Never Was”

Πολύ συχνά, μια φωτιά που δε φαίνεται, καίει και καταστρέφει, την ίδια στιγμή που ανυποψίαστοι απολαμβάνουμε τη λάμψη από τις φλόγες.

Ο κόσμος συνεχίζει να γυρίζει τραβώντας μαζί του μια σειρά από καταστροφές, ορατές και αόρατες, εσωτερικές και εξωτερικές. Με αυτή την περιγραφή και την επιθυμία να πιστέψεις, την ανάγκη να πάρεις κουράγιο και να συνεχίσεις τη διαδρομή, κλείνει το άλμπουμ των This Winter Machine.

Όλη του η ενιαία διαδρομή οικοδομήθηκε γύρω από κάτι που έφυγε και δεν θα ξανάρθει, κάτι που δεν προσεγγίζεται… Τhe man who never was.

Οι πέντε μουσικοί των This Winter Machine από το Leeds του West Yorkshire ένωσαν τις δυνάμεις τους μόλις τον Μάιο του 2016. Την 16η Ιανουαρίου παρέδωσαν το πρώτο τους άλμπουμ, μια προσωπική ιστορία συνειδητοποίησης και αλλαγής ενός ανθρώπου που θέλει να νικήσει τις αμφιβολίες και τα σφάλματα του παρελθόντος και να προχωρήσει.
Κάποιοι από αυτούς έχουν στο παρελθόν μοιραστεί τη σκηνή με ονόματα όπως οι Marillion, Uriah Heep και Uli Roth. H μουσική τους όμως είναι αδιαπραγμάτευτα μελωδικό neoprog rock με αφετηρία ονόματα όπως οι Marillion, IQ και Pendragon. Σε αυτό τον χώρο λοιπόν που τα προσωπικά, εσωτερικά δράματα έχουν εμπνεύσει κατά καιρούς μεγάλα ονόματα και έχουν δώσει άφθονο υλικό για δίσκους ορόσημα στο είδος, η απόπειρα να ξεχωρίσεις με ένα τέτοιο θέμα στον πρώτο σου δίσκο, χρειάζεται δυνατό οπλοστάσιο.

Με περίπου 49 λεπτά μουσικής , χωρισμένα μόλις σε πέντε τραγούδια, καταλήγει αυτή η απόπειρα. Μάλιστα, ανοίγει με το μεγαλύτερο σε διάρκεια από αυτά, το 16λεπτο ομότιτλο τραγούδι. Μέσα από τους ήχους της βοής του πλήθους , η ακουστική ανάπλαση μιας υποθετικής κίνησης καταλήγει στη συνείδηση ενός άγρυπνου ανθρώπου: προσπαθεί να ανακτήσει τη σχέση με τις μνήμες του μέσα από μια φωτογραφία, είναι όμως πια κάποιος άλλος. Η κατάδυση μέσα στις απώλειες, τα φαντάσματα και το κενό σαν δώρο και κατάληξη, περιγράφεται με τα κινηματογραφικά θέματα στα πλήκτρα του Mark Hagan, που εξελίσσουν τη διαδικασία της ενδοσκόπησης με αποχρώσεις νοσταλγίας, τρυφερότητας και συμπάθειας.

Με τη διακριτική προσθήκη μικρών στολιδιών από τον κιθαρίστα Gary Jevon, η φωνή του Al Wynter απελευθερώνει έναν υποδειγματικό ερμηνευτικό ρεαλισμό και μια υπέροχη, σχεδόν ιαματική χροιά. Η είσοδος σε αυτή την προσωπική περιπέτεια έχει γίνει με αυτόματη επιτυχία, τα 16 λεπτά διασχίζονται σε όσο χρόνο χρειάζεται ο πρωταγωνιστής να τσαλακώσει την παλιά φωτογραφία…

Η μελωδική εισαγωγή του “The Wheel” είναι ίσως η πιο συντριπτική που έχει ακουστεί τα τελευταία χρόνια σε άλμπουμ του χώρου και ταυτόχρονα επιβεβαιώνει πως ο Αl Wynter είναι η νέα μεγάλη φωνή του ιδιώματος. Μια χαμένη προσευχή στις πιθανότητες, τις ευκαιρίες, συνεχίζει να συντηρεί την αμφιβολία και την εσωτερική σύγκρουση και καταλήγει να ομολογεί πως είναι αργά για οτιδήποτε. Με το πέρασμα στο κυρίως μέρος του τραγουδιού και όλη την μπάντα σε πλήρη δράση, τα έξυπνα προωθητικά ριφ του Jevon μαζί με το ρυθμικό υπόβαθρο του Peter Priestly στο μπάσο και του Marcus Murray στα ντραμς, στρώνουν ένα ιδανικό χαλί ελεγχόμενης έντασης για να περιγράψει ο Wynter τις μεταπτώσεις του ήρωα.

Ο ήχος ενός παιδικού παιχνιδιού διακόπτεται στο οργανικό επόμενο τραγούδι με τον ανάλογο τίτλο “Lullaby (interrupted)”. Μόλις ολοκληρωθεί ο ορχηστρικός υπαινιγμός της χαμένης αθωότητας, έρχεται η άμεση ακτινογραφία της διαλυμένης σχέσης με το “After Tomorrow Comes”. Mε το πιο χαρακτηριστικό ίσως ρεφρέν του άλμπουμ να δίνει μια «ιπποτική» προτεραιότητα σε “αυτήν”, και όλη την ντελικάτη του διαδρομή, καταλήγει ξανά σε μια αόριστη, ομιχλώδη ευχή και επιθυμία χωρίς αντίκρισμα.

Το φινάλε του “Fractured” έχει συγκεντρωμένη όλη την εκπληκτική ικανότητα των This Winter Machine να εκφράζουν συνθετικά αυτή την παγωμένη στωικότητα μιας ευγενικής παραίτησης, μιας κοινωνικής συνθηκολόγησης. Μουσικά, πιο γεμάτο και κοντινό και σε prog metal ακροατές (σχεδόν όλα τα μέλη του γκρουπ έχουν και hard, heavy καταβολές), αρχίζει με την προωθητική του υπεροψία τη διαδρομή για την αποδοχή της παραίτησης και την ταυτόχρονη αναγκαιότητα της συνέχειας της διαδρομής. Όλο το “Fractured” είναι εκπληκτικό, το φινάλε του απόλυτα συγκινητικό αλλά αξιοπρεπές χωρίς φτήνια, και θα μπορούσε να αποτελεί μουσικά την επόμενη είσοδο για τη μελλοντική εξέλιξη των This Winter Machine.

Η διορατικότητα και η έμπειρη μουσική αναπαράσταση όλης της εσωτερικής περιπέτειας του ήρωα στο “The Man That Never Was”με μια σειρά εύστοχων και ισορροπημένων θεμάτων, στηρίζει στο τέλος με μια μεγάλη ήρεμη, πνευματική δύναμη το παιχνίδι ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Η ιδέα αυτής της σιωπηλής ευγενικής συνθηκολόγησης μεγαλώνει σταδιακά τόσο αρμονικά μέσα σου και μοιάζει ικανή να κουμπώσει νέα μάτια για τους ανθρώπους γύρω σου. Η εγκατάλειψη του ήρωα σε αυτή την αμφίρροπη θέση του ήρεμου μάρτυρα περιέχει μια πελώρια εσωτερική αντήχηση για όσους κάνουν τη διαδρομή.

Η πραγματικότητα πως αυτό είναι το πρώτο άλμπουμ των This Winter Machine, μόνο ενθουσιασμό μπορεί να φέρει στους ακροατές του χώρου κι ένα βουνό από προσδοκίες. Ο γενικός θόρυβος και η ευχάριστη ταραχή που έφερε το άλμπουμ ειδικά στο “Νησί” έχουν βάσιμους λόγους: δύσκολα θα κυκλοφορήσει πληρέστερο neoprog άλμπουμ μέσα στη χρονιά.
Ελπίζω μόνο η δικαίωση γι’ αυτήν την πολύτιμη, ιδιαίτερη έκπληξη να είναι κάτι περισσότερο από τη θέση του support σχήματος στους Magnum. 

618

Avatar photo
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…