AND ALSO THE TREES

Το “Step Hill” είναι ένα παλιό αρχοντικό του 15ου αιώνα, στο χωριό “Inkberrow” του Worcestershire. Τα μεγάλα του παράθυρα βλέπουν στον ανοιχτό ορίζοντα της αιρετικής υπαίθρου. Οι ιστορίες και οι θρύλοι από την εποχή που η επιδημία πανούκλας αφάνισε όλο σχεδόν τον πληθυσμό του χωριού, αποδεικνύονται συνήθως πιο δυνατοί από την αθόρυβη καθημερινότητα. Αυτό συμβαίνει τουλάχιστον με τους αδερφούς Jones, που μεγάλωσαν στους στροβίλους της ασήμαντης, επαναληπτικής καθημερινότητας, σπρώχνοντας κάθε χρόνο στον επόμενο θερισμό.  Γρήγορα έμαθαν με έναν ανεξήγητο, ελκυστικό τρόπο να κοιτάζουν πέρα από αυτό.

Δεν είναι τόσο ξένο για τον Simon Jones και τον Justin Jones να αφουγκράζονται με πρωταρχική σημασία το μυστηριώδες και το υπερφυσικό, καθώς συχνά το αλέτρι ξεθάβει κάποιον τάφο ή λείψανα.  Βρισκόμαστε στο μακρινό 1979, τα κεφάλια τους είναι ήδη ποτισμένα από ανεξήγητες αφηγήσεις και δοξασίες. Μαζί με τους αδερφούς Havas, τον Graham και τον Nick, τρέφουν παράλληλα μια εμφανή έλξη για τις γκρίζες γάτες των The Cure, το φονικό φεγγάρι των Echo & The Bunnymen, την απομόνωση των Joy Division. Με αφετηρία όλα όσα τους ενώνουν, οπτικά και ηχητικά, σχηματίζουν τους And Also The Trees. Το φτωχό, αρχικά, μουσικό τους υπόβαθρο δεν εμποδίζει το δυνατό τους ένστικτο να τους οδηγήσει σε έναν μοναχικό δρόμο από το ξεκίνημα. Με παλιά ρούχα εποχής που αγοράζουν από μαγαζιά με μεταχειρισμένα, καλλιεργούν ένα ποιητικό, εύθραυστο image που τους ξεχωρίζει αμέσως.



Η πρώτη τους demo κασέτα ταξιδεύει με πρωτοβουλία του Graham στην Fiction Records. Ένα βράδυ που οι τέσσερις Trees πίνουν το ποτό τους στο “The Old Bull”, μαθαίνουν από έναν θαμώνα, που άκουσε την εκπομπή του John Peel στο ραδιόφωνο, πως οι The Cure ψάχνουν τρόπο άμεσης επικοινωνίας μαζί τους. Από εκείνο το βράδυ αρχίζει η περιβόητη ιστορία συσχετισμού με τους The Cure, που έχει δυο όψεις: από τη μια, η συνεργασία τους με παρουσία ως support μπάντα ή βοήθεια στην παραγωγή από τους Smith και Tolhurst, ενισχύει περιστασιακά τη δημοφιλία τους, από την άλλη δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση των κλώνων του πετυχημένου γκρουπ από το Crawley.

Το νερό μοιάζει να κυλάει επιτέλους στο μοναχικό αυλάκι του Inkberrow. Η demo κασέτα τους με τίτλο “From Under The Hill” (ουσιαστικά προπομπός του πρώτου, ομότιτλου άλμπουμ) κυκλοφορεί το 1982, με συμβολή στην παραγωγή από τον Robert Smith.

Το 1983, ο Graham Havas αποχωρεί μετά από ένα καταστροφικό live που άρχισε στις εννιά το βράδυ σε ένα γεμάτο club, επιδεινώθηκε στις εννιάμισι σε ένα μισογεμάτο, διαλύθηκε στις δέκα σε ένα άδειο, και κατέληξε με προπηλακισμούς του Graham στον αδερφό του και τους αδερφούς Jones. Ο Steven Burrows, άλλο ένα ντόπιο παιδί του Inkberrow, τον αντικαθιστά και παγιώνει την κλασική σύνθεση του γκρουπ για αρκετά χρόνια.



Η εικόνα της υποβλητικής, ανίκητης φύσης που περιβάλλει την ύπαρξή τους στολίζει εμβληματικά το πρώτο τους άλμπουμ. Μια τραχιά, επιθετική προσέγγιση με ιδιαίτερα όμως ευκρινή ήχο, πρωτόλεια έκφραση που χρωστά στις εκρήξεις των Joy Division, περιέχει ταυτόχρονα με έναν μυστηριώδη τρόπο μια απόκοσμη ελκυστική αύρα. Οι κλιμακωτές περιγραφές προσωπικών συγκρούσεων σκιαγραφούνται με κοφτές, κινηματογραφικές εκφράσεις και μοιάζουν να βυθίζονται στον καμβά του περιβάλλοντος. Οι βάλτοι, η υγρασία του πρωινού, η οργωμένη γη, οι κρύοι άνεμοι συνοδεύουν τις πράξεις των ανθρώπων. Το υποβλητικό και ιδιαίτερο “Shrine” μοιάζει να ανοίγει τον ορίζοντα γι’ αυτό που θα γίνουν γρήγορα οι ΑΑΤΤ, και η έντονη δύναμη του υπαινιγμού του θα πρωταγωνιστήσει στο άμεσο μέλλον. Στην γενναία υπόσχεση μιας υπερβατικής φυγής που κλείνει το άλμπουμ, συνεχίζει να υποβόσκει η υπόγεια αίσθηση αυτών «των αναρριχητικών φυτών που γλιστρούν και κινούνται».

Το πολυσέλιδο γράμμα της Lucy από το Bristol, που αναλύει τη σημασία της μουσικής τους για τη ζωή της αναχαιτίζει μια παροδική απογοήτευση των Trees και γεννά ένα από τα πιο δημοφιλή και αειθαλή singles τους, το έντονο “A Room Live In Lucy”.

Σε μια εποχή που ήταν πραγματικά αποδεκτό και δημοφιλές να είσαι ένας αστός, πνιγμένος σε βιομηχανικό περιβάλλον και μέρος της εργατικής τάξης, οι Trees συνέχιζαν να εμπνέονται από το αγροτικό περιβάλλον τους και να παραμένουν απομονωμένοι στο Inkberrow, κάτι που ο αγγλικός μουσικός τύπος ποτέ δεν χώνεψε. Ο υπαινιγμός με τη φωτογραφία των σαπισμένων φρούτων στο εξώφυλλο του «Μολυσμένου Λιβαδιού» παίρνει σάρκα και οστά στο ομότιτλο τραγούδι που γίνεται η σκισμένη, καταραμένη σημαία του χωριού τους. Οι ΑΑΤΤ στο “Virus Meadow” έχουν κάνει γενναία μουσικά βήματα, τυλίγοντας τη βουκολική ποίηση του Simon με μια μουσική αναπλαστική, εσωτερική, με ήχους που προσεγγίζουν την απομόνωση των ηρώων.



Η σιωπηλή, σχεδόν ασήμαντη και μοναχική αγωνία των πρωταγωνιστών σημαδεύεται από εικόνες σημειολογικές και λεπτομέρειες που αφήνουν χώρο στη φαντασία. Τα οράματα μιας άρρωστης γυναίκας, η παραίσθηση του ταξιδιού του Jack, το αλλόκοτο παραμύθι της ακέφαλης, πήλινης γυναίκας, η απλωμένη σκιά της επιδημίας που καταδιώκει, το παρελθόν και το υπερφυσικό που παραμονεύουν σε στιγμιαίες εντυπώσεις του φυσικού περιβάλλοντος, συμπληρώνουν ένα σπουδαίο κεφάλαιο στην εξέλιξη του γκρουπ.

Η συνεργασία των τεσσάρων μουσικών με τον Mark Tibenham, για τα επόμενα τρία άλμπουμ, ολοκληρώνει με την προσθήκη των keyboards, τη διαδρομή τους προς μια έκφραση ρομαντική με μια συμφωνική ταυτότητα. Στο “The Millpond Years”, η ευρύχωρη κορνίζα τους περικλείει το βασανιστικό σκοτάδι του “Count Jeffrey”, την ξινή ανάσα του θανάτου στο “The Suffering Of The Stream”, τα αέρινα βήματα στους λιθόστρωτους δρόμους κάτω από τα λαδοφάναρα, και στις κεραμιδένιες οροφές  για το φάντασμα της Jenny Bailey με το λευκό δέρμα και τα μαλλιά σαν ουρές ποντικιών.



Ένας κόσμος που χάνεται και αλλάζει από τη βιομηχανική επανάσταση σφυρηλατείται στο παραμύθι του άχυρου που μεταφέρεται από τον άνεμο στη μεγαλούπολη, στο “Shaletown”, και στην καταστροφή του σπιτιού της παραδοσιακής υφάντρας από την οργισμένη εισβολή του χρόνου και τα κροταλίσματα των ηλεκτρικών αργαλειών στο “Needle Street”.

Η αγχωτική επίκληση του ομότιτλου τραγουδιού με τη βασανιστική μνήμη να διατρέχει την αίσθηση του προσώπου που λείπει, ανακαλεί ήχους τραγουδιών σε αργές, νωχελικές μέρες και εικόνες του ουρανού πάνω από τους βάλτους, και υποκύπτει στα αρώματα, τους ήχους και τους πίνακες που ανοίγει το παρελθόν.

Από εκείνη την πρώτη μακρινή νύχτα που στάθηκαν στο κατάστρωμα ενός φέριμποτ που διέσχισε το κανάλι για να παίξουν στην κεντρική Ευρώπη, όταν η θάλασσα φαινόταν τόσο τεράστια, μυστηριώδης και συναρπαστική, έχει πια διανυθεί αρκετός δρόμος. Μια ισχυρή βάση οπαδών τους περιμένει πια με συνέπεια στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ελβετία και τη Γερμανία.



«…οι λεύκες κόπηκαν, αντίο στη σκιά…».

Το “Farewell To The Shade” γίνεται ίσως το πιο δημοφιλές άλμπουμ τους και ολοκληρώνει σε έναν μουσικό και στιχουργικό θρίαμβο το όραμα του προκατόχου του. Οι πολύχρωμες μνήμες και οι υπαινιγμοί γυρίζουν τις βαριές σελίδες τους με λυρισμό, από την αγωνία για τη ζωή στο κρεβάτι του πόνου του “Prince Rupert”, στον ύμνο για την απόλυτη αφοσίωση στο ματωμένο λουλούδι του έρωτα, στο “Belief In The Rose”. Ο ήχος μιας λατέρνας σε ένα σοκάκι στη Λιέγη ξεκλειδώνει το σκοτεινό κουδούνισμα των αναμνήσεων και της απώλειας, στο παρορμητικό ξύπνημα του “The Street Organ”.



Η εσωτερική κατάδυση στα σκοτεινά μέρη του μυαλού και η και η δραματική επίκληση του “Misfortunes” γεννούν έναν από τους πιο φιλοσοφικούς σύντομους ήρωες της ιστορίας του, ενώ ο κόσμος που χάνεται στο πέρασμα του χρόνου συνεχίζει να αντανακλάται με λυρισμό στο “Anchor Yard”. Η υποβλητική απόδοση του “Lady D’ Arbanville” του Cat Stevens, καθώς και το ανατριχιαστικό “The Pear Tree”, που κυκλοφορεί σε single, remixed από τον Robert Smith, πλουτίζουν τον ιδιαίτερο μικρόκοσμο των ΑΑΤΤ, που εύκολα σε κλειδώνει στην δική του πραγματικότητα της λεπτομέρειας.



Το τρίτο και τελευταίο άλμπουμ με συνοδοιπόρο τον Tibenham, παίρνει το όνομά του από μια φράση που χρησιμοποιήθηκε στην πρώιμη φάση του γκρουπ και παρέμεινε στη λήθη για χρόνια. Το “Green Is The Sea” παρουσιάζεται ηχητικά πιο ντελικάτο, με πιο μοναχικά και απομονωμένα μονοπάτια. Οι παράξενοι ήρωες συνεχίζουν να αποκαλύπτονται αποσπασματικά και να αφήνουν το πεδίο της υπόθεσης και ερμηνείας ευρύχωρο. Ο μισότρελος, μόνιμα περιπλανώμενος “Jacob Fleet”, σπρώχνεται από τις φωνές στο κεφάλι του από τη χρυσή ομίχλη ως τους δρόμους των καμπαναριών, για να μην αφήσει τη σκιά του να σβήσει. Ο «Ξυλοκόπος» περιμένει την επιστροφή της στους ανατολικούς ορμίσκους και οι παραισθήσεις τον βασανίζουν. Το ποιητικά υπερφυσικό συνεχίζει να καθοδηγεί τον Simon που προσεύχεται στις «Σειρήνες του λιβαδιού» για το μεταξένιο τους τραγούδι με τη φυκώδη ανάσα τους. Η ανατριχιαστική ωδή στις χαμένες ψυχές των προγόνων του τόπου τους, εμπνευσμένη από τον παλιό δενδρόκηπο απέναντι από το παράθυρο του Simon, με το όνομα “Bone Orchard”, γεννά το σκοτεινότερο κεφάλαιο του άλμπουμ, το υπέροχο “Blind Opera”.



 Η περίεργη έναρξη του “Green Is The Sea” με το χαρακτηριστικά ρυθμικό “Red Valentino” αποτελεί ουσιαστικά τον πρώτο υπαινιγμό τους για μια μεταστροφή στον χώρο και τον χρόνο έμπνευσης. Το περισσότερο αστικό ύφος του κι ένας ελαφρά twangy 50’s ήχος στην κιθάρα του Justin, ήταν το σινιάλο πως η καθήλωση στις νουβέλες του Thomas Hardy καθώς και η ποίηση των βουκολικών τοπίων θα αρχίσουν να φθίνουν. Το πνεύμα του “Red Valentino”, που γεννήθηκε στην παγωμένη φιγούρα ενός αγάλματος, στην πλατεία μιας πόλης, έγινε ο οδηγός, ο νέος εξερευνητής που μαθαίνει στον Simon να διακρίνει εικόνες της πόλης, αυτοκίνητα και πολυκατοικίες.



Η περιβόητη πια “Americana” τριλογία αρχίζει διακριτικά με το “The Klaxon”. Οι ανοιχτοί ορίζοντες, ο λυρισμός των μοναχικών εικόνων και η κιθάρα μαντολίνο του Justin, συνεχίζουν να έχουν χώρο, παράλληλα με περισσότερο αστικούς ήχους που έχουν φέρει και την τρομπέτα του William Waghorn. Η διαδρομή του “The Soul Driver” με το πνεύμα του ταξιδιώτη να φιλοξενείται στο αναπαυτικό κάθισμα ενός αυτοκινήτου και να αφήνει πίσω του αστικές εικόνες με το σφύριγμα των λάστιχων στο δρόμο, αλλάζει τις συντεταγμένες των AATT. Η μετάλλαξη είναι σταδιακή και ο πυρήνας του λυρικού, μυστηριώδους, και απομονωμένου παραμένει ζωντανός. Η επική, μοιραία αναμονή του “The Flatlands”,  ο μυστηριώδης κουτσός φυγάς στο “Wooden Leg”, και ο περιπλανώμενος ναυτικός που ψάχνει τη λήθη σε αχαρτογράφητες θάλασσες, είναι αυθεντικά κεφάλαια της μοναδικότητάς τους.  Το υποβλητικό “Sunrise”, ουσιαστικά με τη λυρική περιγραφή μιας δύσης, αποτελεί ένα από τα πιο εύστοχα, αναπλαστικά τραγούδια τους. Το άμεσα πανέμορφο “Dialogue” είναι ένα από τα δυο τραγούδια τους που θα μπορούσε να αποτελέσει το διαβατήριο για ευρύτερα ακροατήρια.



Το “Angelfish” είναι το τελευταίο άλμπουμ για τον Nick Havas. Κουρασμένος από την αστάθεια, την αβεβαιότητα, τις οικονομικές δυσκολίες, αναζητά μια μόνιμη επαγγελματική απασχόληση και το κεφάλαιο της αυθεντικής τους σύνθεσης κλείνει.

Στο δεύτερο μέρος της νέας διαδρομής οι αλλαγές είναι πια εμφανείς. Οι ταξιδιώτες έχουν αλλάξει κοστούμια και η κιθάρα του Justin με τους twang, jazz ήχους δείχνει το δρόμο. Ο Simon ακούει στα θέματά του παραγράφους από βιβλία των Fitzgerald και Hemingway, οι αλλόκοτοι χαρακτήρες γλιστρούν κάτω από γέφυρες σε ξενοδοχεία, σε ξύλινες βεράντες, σε ψηλά κτίρια, βαθιά μέσα στη νευρώδη ψυχή της πόλης. Κοσμήματα σαν το “Paradiso” ή το “Sea Change” αρκούν να σε απομονώσουν άμεσα, ρυθμικές εκρήξεις σαν το εισαγωγικό “Brother Fear” ή το βιβλικό “The Lights Of Phoenix”σε τινάζουν, ενώ στο “Tremaine” ή στο σκοτεινό “Roulette” συναντάς αυτή την ασύγκριτη, σίγουρη γοητεία τους.



Για πρώτη φορά τα πράγματα δυσκολεύουν τόσο πολύ, καθώς οι μουσικές εξελίξεις αφήνουν το γκρουπ στην κατηγορία των παρωχημένων. Η Αγγλία, που τόσο λατρεύτηκε στα περιγραφικά τραγούδια τους, κρατά τη σκληρότερη στάση: 20 cd στέλνονται στον μουσικό τύπο της χώρας τους και δεν υπάρχει ούτε μια κριτική, έστω κακή για το άλμπουμ. Η εταιρία τους εγκαταλείπει και ματαιώνει τελευταία στιγμή τα σχέδια για το βίντεο του “Tremaine”. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, ένα σεβαστό μέρος των gothic οπαδών τους αντιδρά στη νέα κατεύθυνση. Μετά από μια συναυλία στο Βερολίνο, ένα όμορφο κορίτσι ορμά στα καμαρίνια, χώνει ένα γράμμα στα χέρια του Simon λέγοντας αυστηρά «δεν είναι ερωτικό γράμμα» και φεύγει. Είναι μια τυπική επιστολή οργής για το χαμένο πνεύμα του γκρουπ και την αίσθηση προδοσίας που είχαν πολλοί για τη νέα κατεύθυνση.



Στην αμερικανική περιοδεία, φτάνουν μετά από ένα 15ωρο ταξίδι, μέσα σε ένα ζορισμένο βαν, σε ένα παράξενο μικρό club στη Βαλτιμόρη με φωταγωγημένα ενυδρεία βυθισμένα στους τοίχους γύρω από την πίστα. Οι πωλήσεις των εισιτηρίων είναι φανερά παραπάνω από απογοητευτικές, είναι μια από εκείνες τις στιγμές που θέλει κανείς μόνο να ξαπλώσει σε ένα καθαρό κρεβάτι και να κοιμηθεί. Οι αδερφοί Jones βλέπουν τον κλοιό να σφίγγει και ο Justin με περίσσεια ψυχραιμία βεβαιώνει τον Simon, βαδίζοντας προς τη σκηνή, πως τα ψάρια είναι περισσότερα από τους ανθρώπους.

Πέρα από οποιοδήποτε κόστος, οι ΑΑΤΤ συνεχίζουν να ακούν την εσωτερική φωνή και την ανάγκη της δικής του έκφρασης. Το τελευταίο μέρος της τριλογίας φέρει τον τίτλο “Silver Soul” και είναι πολυσχιδές διατηρώντας το πνεύμα του ταξιδιώτη και έχοντας μια σειρά από μοναδικές αυτόνομες διαθέσεις. Οι άδενδρες αμερικανικές πεδιάδες, τα ξεχασμένα τζούκμποξ σε ατέλειωτες λεωφόρους, τα κορίτσια με τα μοιραία, noir χτενίσματα ρυθμίζουν τις μεταβολές και τα ταξίδια της Ασημένιας Ψυχής. Μουσικά, πέρα από το βασικό πνεύμα που διατρέχει αυτή τη περίοδο, υπάρχουν μικρές χαραμάδες νεοκλασικού μυστηρίου στο “The Cyclone”, επιδράσεις ηλεκτρονικής μουσικής στο “Highway 4287”, ενώ η αγωνιώδης και κινηματογραφική αφηγηματική φλέβα του “The Obvious” κλέβει την παράσταση. Πίσω από το σετ των ντραμς κάθεται ήδη ο Paul Hill, ενώ ο Nick Havas εμφανίζεται σε δυο τραγούδια.



Η ολοκλήρωση της τριλογίας φέρνει και την εποχή της μεγάλης αβεβαιότητας. Ο δρόμος της ζωής οδηγεί τον Steven Burrows στην Αμερική, ο Simon έχει μετακομίσει στη Γενεύη, στην Ελβετία και συχνά ταξιδεύει στην Ινδία φωτογραφίζοντας ορφανά παιδιά για εκθέσεις φωτογραφίας. Με τα χρήματα που βγάζει από τις πωλήσεις, ενισχύει τη φιλανθρωπική οργάνωση “Arcobaleno”.

Ο κόσμος γυρίζει την πλάτη και στο “Silver Soul”, οι σκληροπυρηνικοί γότθοι αφορίζουν τη συγκεκριμένη περίοδο ακόμα και σήμερα, αντίθετα από τους πιο ανοιχτόμυαλους που το θεωρούν από τα πληρέστερα άλμπουμ τους. Ο Simon συνηθίζει να μονολογεί πως ουσιαστικά η Mona Ray θα μπορούσε να είναι η Lucy, κάπου αλλού και σε κάποια άλλη εποχή, θεωρώντας πως το πνεύμα της έκφρασής τους είναι ακόμα ζωντανό και συνεπές…

Είναι η πρώτη φορά που το μέλλον των ΑΑΤΤ μπαίνει υπό σοβαρή αμφισβήτηση. Οι αδερφοί Jones σκέφτονται μέχρι και την αλλαγή ονόματος. Είναι μια περίοδος βαθιάς απογοήτευσης, πέντε σχεδόν χρόνια έντονης αμφιταλάντευσης. Ο Justin δουλεύει μόνιμα στο Λονδίνο, αφήνοντας την ενασχόληση με τη μουσική σε δεύτερη μοίρα.



Ο Simon είναι ένας Άγγλος στην Ελβετία που του λείπει η αγγλική εξοχή και οι ανοιχτοί δραματικοί ουρανοί του μέρους που κατάγεται, o άνεμος, οι pubs, τα μήλα και οι αγγλικές πατάτες, το νοσταλγικό «ορθίων» Holte End στο Villa Park. Έχει όμως στο μεταξύ, συναντήσει, με έκπληξη, τόσους πολλούς ανθρώπους που όχι μόνο είχαν ακούσει για τους ΑΑΤΤ, αλλά επίσης είχαν αγοράσει άλμπουμ τους και έδειχναν γνήσιο ενδιαφέρον και ενθουσιασμό για όσα έχουν κάνει. Αυτό αποτελεί μια ταπεινή και απροσδόκητη εμπειρία που του δίνει αυτοπεποίθηση την κατάλληλη χρονική στιγμή, και μια περηφάνια που είναι μέρος αυτής της παράξενης μπάντας.

Το 2003 οι Trees επιτέλους επιστρέφουν. Πολλά πράγματα που τους επηρέασαν αφήνονται ξανά πίσω, κι αυτό τους γεννά ένα αγνό αίσθημα για το ένατο άλμπουμ τους, με τον τίτλο “Further From The Truth”. Ο ήχος γίνεται πιο ρεαλιστικός, σύγχρονος  και απογυμνωμένος με λίγα synths και melotron. Υπάρχει η διακριτική αίσθηση της επιστροφής και αυτό δηλώνεται άμεσα με το εναρκτήριο “21 York Street”, όπου ο ήρωας περιφέρεται σχεδόν κρυφά σε παλιούς γνώριμους δρόμους και γειτονιές, επιχειρώντας να συνδέσει τα πρόσωπα που βλέπει με τις μνήμες του, καθώς ταλαντεύεται απαλά σε αυτό το μέρος που αποκαλεί «πατρίδα». Η επισήμανση της σύνδεσης με το “Virus Meadow” σε μια πιο σύγχρονη βάση, που έγινε από πολλούς δίνει μια ικανή περιγραφή της αίσθησης του άλμπουμ. Ο Simon, στιχουργικά και ερμηνευτικά, είναι πιο ευθύς και ρεαλιστικός, αλλά δεν υπολείπεται στην ικανότητα να οικοδομεί αυτή τη μοναδική αίσθηση που γνωρίζουν οι ακροατές τους. Η ωμότητα του “He Walked Through The Dew”, η ευάλωτη σκιά μνήμης του “In My House”, η ταξιδιάρικη αγωνία του “The Man Who Ran Away”, και η περιγραφική μοναδικότητα του “The Willow” ανοίγουν με εμπιστοσύνη το νέο μονοπάτι τους. Το επικό και βαθύ “The Untangled Man” επιβεβαιώνει θριαμβευτικά πως το “FFTT” δεν είναι απλά ένα άλμπουμ επιβίωσης. Ο Steven Burrows καταφέρνει και ηχογραφεί μπάσο στο άλμπουμ, θα είναι όμως η τελευταία φορά.



Η ολική επαναφορά έγινε τέσσερα χρόνια αργότερα, σε έναν παλιό δρύινο αχυρώνα στο κτήμα ενός αρχοντικού του 11ου αιώνα, στην αγροτική περιοχή του Herefordshire. Εκεί ηχογραφήθηκε το “(Listen For) The Rag And Bone Man”,που είναι αναμφισβήτητα το καλύτερο άλμπουμ της τελευταίας περιόδου τους, κι ένα από τα κορυφαία της καριέρας τους. Η παιδική μνήμη ενός παλιατζή που περνούσε συχνά με ένα άλογο κι ένα καλάθι, έσπρωξε τον Justin να τηλεφωνήσει ένα πρωί στον Simon για να του πει πως ξύπνησε μέσα στη νύχτα, έχοντας στο κεφάλι του αυτή τη φράση για τον τίτλο του δίσκου.

Η σκοτεινή είσοδος του “Domed”, η νοσταλγική επιστροφή του “The Way The Land Lies”, το μυστηριώδες “Stay Away From The Accordion Girl”, κερδίζουν εύκολα τις καρδιές αυτών που αναγνωρίζουν το πνεύμα τους από μακριά. Το εφιαλτικό “The Legend Of Mucklow”, βασισμένο στο παλιό μύθο του ανθρώπου που κρεμάστηκε για ζωοκλοπή και το φάντασμά του ακόμα περιφέρεται στους δρόμους, βυθίζεται στην ένταση και την αμφιβολία. Το περιπετειώδες “Rive Droit” ξεδιπλώνεται εκπληκτικά και εκρήγνυται, το μαγευτικό, περιγραφικό “Under The Stars” διατηρεί την παράδοση του ξεχωριστού τελευταίου τραγουδιού. Πέρα από όλα αυτά, εδώ μέσα βρίσκεται και το δεύτερο τραγούδι που θα μπορούσε να τους συστήσει σε μεγαλύτερα ακροατήρια, το μοναδικό “The Beautiful Silence”, ένας ντελικάτος ύμνος νωχελικής και σεμνής ευδαιμονίας. Το νέο πρόσωπο στο διπλό και ηλεκτρικό μπάσο, ακούει στο όνομα Ian Jenkins.



Η εδραίωση της επιστροφής και η εποχής μιας πιο οργανωμένης διαδικτυακής πληροφορίας αποδίδει καρπούς και σταδιακά οι Trees απολαμβάνουν μικρές αλλά ζωτικές ποσότητες δικαίωσης αλλά και αναγνώρισης. Αρχίζουν να περιοδεύουν ξανά με μεγαλύτερη επιτυχία, κυκλοφορούν συλλογές με ακουστικές αποδόσεις τραγουδιών τους από όλη τη μεγάλη διαδρομή, κάνουν και ακουστικές περιοδείες, ενώ η γαλλική εταιρία “7eme ciel” επιμελείται κάποιες φροντισμένες, αριθμημένες εκδόσεις τραγουδιών τους.



Με την περιγραφή ενός άλμπουμ-μυθιστορήματος που ηχογραφήθηκε στην καρδιά της Αγγλίας και σε ένα ερειπωμένο σπίτι στη Γαλλία, το “Hunter Not The Hunted” είναι πιθανά το πιο εσωστρεφές, απομονωμένο και κινηματογραφικό άλμπουμ τους. Με ήρωες τοποθετημένους σε διαφορετικά περιβάλλοντα, με ενοχές και μυστικά, με εντυπώσεις άλλοτε μεσαιωνικά σκοτεινές και άδειες, αλλού πιο κλασικές και φολκ, με τραγούδια που λατρεύουν τις διακριτικές  λεπτομέρειες, χρειάζεται και απαιτεί αφοσίωση.

Το 2016 σημαδεύει την πιο πρόσφατη προσφορά τους. Με τον τίτλο “Born Into The Waves”, σχηματίζουν μια ενδιαφέρουσα διαδοχή από υποβλητικές, ανθρωποκεντρικές περιγραφές ιστοριών αγάπης που έχουν αφετηρίες έμπνευσης διαφορετικά σημεία του πλανήτη. Όλες τις ενώνει η ανθρώπινη αγωνία. Τα ταξίδια τους για πρώτη φορά στη Λιθουανία, τη Ρουμανία και την Ιαπωνία άφησαν μικρά σημάδια στο περιεχόμενο. Οι μοναδικοί αρπισμοί του Justin γεννούν για άλλη μια φορά κρυστάλλινες εκπλήξεις. Στο ήδη κλασικό “Winter Sea” τα νήματα των ιστοριών δένονται… “Moscow, Paris, Marseille, Rostock, Maine…”



40 περίπου χρόνια μετά από το ενστικτώδες, αυθόρμητο ξεκίνημα κι έχοντας αφήσει πίσω τη μεγαλύτερη τρικυμία της διαδρομής τους, η κατάσταση που έχει παγιωθεί τους επιτρέπει να απελευθερώσουν όσα αποθέματα ιδιαίτερης περιγραφικής έκφρασης γεννήσει ακόμα το πνεύμα τους. Απόλυτα εξοικειωμένοι πια με τους πεζούς αριθμητικούς συσχετισμούς και αντιστρόφως ανάλογα αφοσιωμένοι στις μεταμορφώσεις και τις διαδρομές του παράξενου ταξιδιώτη, συνεχίζουν να είναι ζωντανοί και αληθινοί:

«…δεν έχω δουλειά, χρήματα, ασφάλεια, όμως έχω το “The Obvious”, και βαδίζοντας ένα δρομάκι στη Δρέσδη, στις 2 το πρωί, μετά από μια παράσταση κι ένα αργό γεύμα με τους φίλους μου, ξέρουμε πως κάναμε κάτι μοναδικό και το κάναμε καλά… και βρισκόμαστε σε αυτό το δρόμο και αυτή την πόλη για έναν σημαντικό και κατανοητό λόγο…»

893
About Γιώργος Γεωργίου 540 Articles
Συνηθίζουν να λένε, «δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι»… Αν μπορούσε λοιπόν να ιδρύσει το δικό του “Cabaret Voltaire”, στους τοίχους του θα είχε κορνίζες με φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα και πίνακες των David Bomberg και Edward Hopper. Πάνω στο πατάρι θα είχε τις δύσκολες περιπτώσεις, αυτούς που αν τελικά μάλωναν μεταξύ τους, θα έπρεπε να γίνει σε απομόνωση. Σε ειδικό “triryche design” τραπεζάκι ο Tate με τον De Garmo, και ακριβώς απέναντι σε ευρύχωρο καναπέ ο Fish με τον Steve Hogarth. Μοναχικό τραπέζι με κηροπήγιο και θέα από μικρό παράθυρο στην ομίχλη της πίσω αυλής ο Simon Jones. Φθαρμένο ημίψηλο σκαμπό και μίνι μπαρ δίπλα του για τον Nick Cave. Σκαλιστή πολυθρόνα για τον Ronnie James Dio, και κάθισμα VIP από το Villa Park για τον μουστάκια άρχοντα των ριφ. Φουτουριστικό κουπέ για τρεις σεβάσμιους κυρίους από τον Καναδά, μην τον ρωτήσεις ποιους. Κάτω σε περίοπτη θέση στο μπαρ, τον μορφονιό Joakim Larsson, για να τραβά τις ωραίες γυναίκες, και δίπλα του τον Jim Matheos να τον συμμαζεύει με την ψυχραιμία του όταν χρειάζεται. Σε ένα μικρό τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά, η περίεργη παρέα του David Sylvian, του Neil Hannon και του Paddy McAloon. Όταν κάθονται στο μπαρ και οι νεότεροι Einar Solberg, Daniel Tompkins και Daniel Estrin, η χημεία είναι πια ιδανική. Καθόλου άσχημα κι απόψε…