THERION: “Theli”

Τι θα μας πει αυτός μωρέ τώρα για το “Theli”… Σε πρόλαβα; Αν ναι, αυτό ακριβώς υπήρξε το μεγάλο επίτευγμα του Cristofer Johnsson και της (πολύ) μεγάλης παρέας του πίσω εκεί στο 1996, όταν, ίσως και άθελά τους, έβαζαν τα θεμέλια επάνω στα οποία οικοδομήθηκε ένα ολόκληρο μουσικό παρακλάδι του heavy metal, το συμφωνικό/οπερατικό. Δημιούργησαν ένα κλασικό άλμπουμ, που πέρα από απόλυτα επιδραστικό, κατάφερε να γίνει κτήμα και βίωμα μιας ολόκληρης γενιάς metalheads.

Η ιστορία μας ξεκινά ακόμη πιο πίσω, στο 1989, όταν ο νεαρός τότε Cristofer προσπαθεί να βρει μέσω demo μια θέση στην death metal κοινότητα. Το 1991 η Deaf Records τους κυκλοφορεί το “Of Darkness…” , στο οποίο παίζουν gore στα χνάρια των Obituary. Την επόμενη χρονιά και μέσω της Active Records αυτή την φορά, βγάζουν το “Beyond Sanctorum”. Με ανεβασμένες ταχύτητες, παίζουν ακόμη στο ίδιο γήπεδο, πιο κοντά αυτή την φορά στον ήχο των Cannibal Corpse και Morbid Angel. O προσεκτικός ακροατής θα αναγνωρίσει το συνθετικό δαιμόνιο του Johnsson μέσα από τις συχνές εναλλαγές ρυθμών, riff και μελωδιών.

Το τρίο της κλασικής death metal εποχής των Therion κλείνει το 1993 με την κυκλοφορία του “Symphony Masses: Ho Drakon Ho Megas” από την Megarock Records. Εδώ οι Therion αποκτούν ένα πιο προσωπικό στίγμα, χωρίς να εγκαταλείπουν το genre το οποίο με μεταλλική ευλάβεια υπηρετούν, χαρίζοντας του ακόμη ένα δυνατό χαρτί. Οι ανατολίτικες κλίμακες και η (πολύ διακριτική) χρήση πλήκτρων τους φέρνουν ηχητικά δίπλα στους πρώιμους Tiamat. To άλμπουμ που ακολουθεί φέρει τον τίτλο “Lepaca Kliffoth” (1995) και αποτελεί την γέφυρα για το πέρασμα των Therion στον trademark ήχο που καθιέρωσαν με την κυκλοφορία του “Theli”. Τα φωνητικά φέρουν πολύ γρέζι αλλά έχουν αφήσει ανεπιστρεπτί τον brutal χαρακτήρα τους, ενώ και τα πλήκτρα έχουν περάσει περισσότερο στο προσκήνιο και ακούμε και κάποια μέρη/περάσματα με απλοϊκές σχετικά συμφωνικές ενορχηστρώσεις.

18 μουσικοί συμμετέχουν σε αυτό τον δίσκο που έπεσε σαν κεραυνός επάνω στην ανυποψίαστη μεταλλική κοινότητα της εποχής. Μετά το “Preludium”, το όνομα του οποίου δεν αρκεί να περιγράψει πόσο κατάλληλα ανοίγει την αυλαία ενός από τους πιο ενδιαφέροντες δίσκους που μας έχει χαρίσει αυτή η μουσική, ακολουθεί το “To Mega Therion” (μεγάλη η αγάπη του CJ για τους Celtic Frost). Η χρήση των σοπράνο και των τενόρων, η ρυθμική κιθάρα που καλπάζει, τα τερτίπια της Barmbek Symphony Orchestra με την υπόλοιπη μπάντα δίνουν το εναρκτήριο λάκτισμα για το έπος που λέγεται “Theli”. Ένα από τα ομορφότερα κλεισίματα οδηγεί στο επόμενο κομμάτι που έχει τον τίτλο “Cults Of The Shadow”.

H στιβαρή μπασογραμμή γίνεται το έδαφος επάνω στο οποίο τα πλήκτρα ξετυλίγουν μια ξεκάθαρα Ανατολίτικη μελωδία που ήδη έχει μεταφέρει τον ακροατή σε άλλα ηχοτόπια.  Η καταπληκτική δουλειά που έχει γίνει στην χορωδία δεν σε αφήνει να πάρεις την προσοχή σου από την εξέλιξη του κομματιού που δεν χάνει ούτε στιγμή τον metal χαρακτήρα του, ενώ ο ίδιος ο Johnsson τραγουδά στα κουπλέ (όπως και σχεδόν σε όλα τα κομμάτια του δίσκου) και χωρίς να χαλάει το όλο αποτέλεσμα, ίσως να ήταν εκείνο το μοναδικό σημείο που χωράει βελτίωση.

Στο “In The Desert Of Set”, δεν μπορείς να μην λατρέψεις την ηλεκτρική κιθάρα που γκρουβάρει καθώς η εξέλιξη με τα τενόρικα φωνητικά και το τσιμεντένιο riff που τα συνοδεύει σε έχουν πάρει να το πάρεις απόφαση πως εδώ τα πράγματα ξεφεύγουν παρασάγγας από ότι έχεις ακούσει μέχρι σήμερα (τότε). Ο λυρισμός στο (αν μπορείς να το αποκαλέσεις έτσι) ρεφρέν σφραγίζει τον χαρακτήρα αυτού του αριστουργήματος. Δεν είναι ότι χρησιμοποιούνται φοβερές φωνές, αλλά το πώς αυτό γίνεται, αλλά και το πόση ενέργεια βγάζουν τα κομμάτια (κάτι που μας έχουν στερήσει τα τελευταία χρόνια οι Σουηδοί).

Το “Interludium” κάνει ένα επικό μασάζ στον ψυχισμό σου καθώς σου ψιθυρίζει ότι έχεις φτάσει στα μισά και σε προετοιμάζει για το πέρασμα στο 2ο μισό του άλμπουμ, το οποίο γίνεται με το άκουσμα του “Nightshade Of Eden”, ένα σχεδόν εφιαλτικό σε ατμόσφαιρα έπος που χτίζεται αργά, χωρίς να χάνει τις Ανατολίτικες μυρωδιές και την δύναμη που μέχρι τώρα έχει διαποτίσει το “Theli”. Η χορωδία σε απίστευτους μουσικούς διαλόγους με replayability που έχει αντέξει 2 μιση δεκαετίες σχεδόν άφθαρτο. Το ταλέντο του Johnsson καταφέρνει να συνδυάσει αρμονικά μέχρι και ψυχεδελικά ηλεκτρονικά μέρη, αμέσως μετά από ένα από τα πιο μαγικά σημεία του άλμπουμ, όπου τα συναισθήματα που προκαλούνται στον ακροατή είναι καθηλωτικά.

Το “Opus Eclipse” συνεχίζει σε απόλυτη αρμονία με τον ήχο του δίσκου σαν να πρόκειται για concept δουλειά, κρατώντας όμως έναν επίσης απόλυτα προσωπικό χαρακτήρα κι αυτή είναι ακόμη μια μαγεία που διαπιστώνει κανείς ακούγοντας προσεκτικά το ηχογράφημα αυτό. Μικρό σε διάρκεια, χωρίς στίχους, με πλούσια φολκλόρ στοιχεία στο τελείωμα, θα μπορούσε να είναι ένα δεύτερο ιντερλούδιο για το πέρασμα στο “Invocation Of Naamah” που ακολουθεί, μια από τις πιο metal στιγμές της δουλειάς ανεβάζει ταχύτητες λίγο πριν αυτές πέσουν εντελώς…

Το “The Siren Of The Woods” είναι μια θεατρική/κινηματογραφική μπαλάντα η οποία όμως καταφέρνει και ακούγεται σε απόλυτη αρμονία με την ροή των κομματιών και πρόκειται στην ουσία για ένα ημι – οπερατικό ντουέτο, βαθιά συναισθηματικό με τις φωνές να δεσπόζουν πάνω από το άρπισμα της ακουστικής κιθάρας (και τα πλήκτρα λίγο νωρίτερα), ενώ και η διάλεκτος στην οποία είναι τραγουδισμένοι οι στίχοι συντελούν στην δημιουργία μιας απόκοσμης ατμόσφαιρας. Διαρκεί σχεδόν 10 λεπτά και έχει μια όμορφα ταξιδιάρικη εξέλιξη, ένα από τα κομμάτια που έγιναν σήμα κατατεθέν των Therion στο πέρασμα των χρόνων. 

Όχι δεν τελειώσαμε ακόμη, όχι τουλάχιστον πριν ακούσεις και το “Grand Finale/Postludium”, ένα instrumental κομμάτι που σφύζει από ενέργεια, φαντασία στην δομή, επιβλητικότητα και βαθιά σκοτεινή ατμόσφαιρα παρά το γρήγορο τέμπο του. Ο χρόνος που θα του αφιερώσεις χωρίς να κάνεις skip θα σε ανταμείψει με ένα από τα πιο ξεχωριστά και φανταζί outros που έχεις ακούσει.

Αυτό είναι το ορόσημο άλμπουμ των Therion, πριν εξελιχθούν στην περισσότερο συμφωνική/ λιγότερο metal εκδοχή τους 2 χρόνια μετά με το “Vovin”, ένα επίσης θαυμάσιο άλμπουμ, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία… Οι Σουηδοί κυκλοφόρησαν πριν λίγες ημέρες το επικό σε διαστάσεις εγχείρημα του CJ “Beloved Antichrist” και θα περάσουν και από τα μέρη μας για να μας παρουσιάσουν μέρος της rock opera τους επί σκηνής.  Αν και έχουν χάσει αρκετά μεγάλο μέρος της αίγλης που είχαν καταφέρει να αποκτήσουν κυκλοφορώντας δίσκους όπως το “Theli”, δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι ζωντανές τους αυτές εμφανίσεις θα είναι τουλάχιστον ενδιαφέρουσες…

671