MANILLA ROAD: “To Kill A King”

Αν υπάρχει κάτι που τείνει πλέον να γίνει είδος προς εξαφάνιση, είναι οι frontmen εκείνοι που απλά και μόνο με την εμφάνισή τους στην σκηνή προκαλούν δέος και ενθουσιασμό, εκείνοι οι μουσικοί που μπορούν να λειτουργούν ως σύμβολα για πολλά από τα πράγματα που αγαπήσαμε αρκετοί από εμάς στο heavy metal ¨όλα αυτά τα χρόνια.

Ο Mark Shelton είναι ένας από αυτούς τους λίγους που έχουν απομείνει, σημαιοφόρος του επικού ήχου και θεματοφύλακας ενός τρόπου ζωής που τείνει να περάσει στην λήθη του χρόνου.

Όσοι έχουν γαλουχηθεί στην πορεία της ζωής τους με τα άλμπουμ των Manilla Road δεν χάνουν την ευκαιρία να κατακλύσουν (τουλάχιστον στην χώρα μας) τους συναυλιακούς χώρους στους οποίους παίζουν, δίνοντας σχεδόν πάντα ένα πανηγυρικό χαρακτήρα στις εμφανίσεις τους. Η μπάντα, από τις πιο τίμιες που έχουν εμφανισθεί εμπρός μας, προσπαθεί πάντα να ανταποδώσει μέρος της αγάπης στο κοινό τους, είτε δίνοντας τεράστιες σε διάρκεια συναυλίες, είτε με την συχνότητα επίσκεψης, αλλά και με κάθε άλλη αφορμή.

Θέλω να ξεκαθαρίσω ότι αγαπώ την μπάντα και την παρακολουθώ σε όλη την πορεία της, δεν μπορώ όμως να παραβλέψω την μετριότητα των άλμπουμ αυτών που ακολούθησαν από το 2000 κι έπειτα (άλλα λιγότερο, άλλα περισσότερο). Αν σου αρέσουν οι Manilla Road, τότε και οι δουλειές αυτές θα σου αρέσουν, το θέμα μας εδώ είναι το πόσο και φυσικά η σύγκριση με τους τιτάνες του πρώτου μισού της δισκογραφίας τους.

Δυστυχώς και το “To Kill A King” δεν καταφέρνει να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση της επανάληψης και των καλών ιδεών να είναι ακροβολισμένες μέσα στα άλμπουμ σε ανοιχτή απόσταση μεταξύ τους, ενώ τα μονότονα φωνητικά του Bryan Patrick δεν βοηθάνε καθόλου. Αντίθετα όλα αυτά υποχωρούν όταν την θέση πίσω από το μικρόφωνο καταλαμβάνει ο Shelton. Δεν είναι καλός τραγουδιστής, ποτέ δεν υπήρξε, αλλά έχει αυτή την στεντόρεια, επιβλητική χροιά που ανοίγει τις πύλες της φαντασίας.

Τρέφω την πεποίθηση πως αν δούλευαν τα τραγούδια των τελευταίων δίσκων τους σε μια πιο συμπυκνωμένη εκδοχή, (πχ, τα τελευταία 7 άλμπουμ να τα συγχώνευαν σε 3) θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πιο ολοκληρωμένες και ενδιαφέρουσες συνθέσεις κι όχι μετριότητες που συναντάμε όχι σπάνια στην ακρόαση του “To Kill A King”, που ναι μεν περιέχει  καλές στιγμές, αλλά τον κύριο όγκο καταλαμβάνουν αναμασήματα κι επαναλήψεις. Την “ξερή” παραγωγή δεν την εκλαμβάνω ως μειονέκτημα, αλλά ως ένα εργαλείο στα χέρια του δημιουργού στην προσπάθειά του να κρατήσει την ατμόσφαιρα σήμα κατατεθέν της μπάντας, σε βάρος ενός αποτελέσματος που ακούγεται ηχητικά ρηχό.

Το συγκεκριμένο άλμπουμ το περίμενα με αγωνία και νιώθω απογοήτευση επειδή πραγματικά αγαπώ αυτή την μπάντα και θεωρούσα αυτή τους την δουλειά κρίσιμη για την συνέχεια, αφού η κούραση του τραγουδοποιού είναι πιο εμφανής από ποτέ, αφού ο λογαριασμός έρχεται προσθετικά για όλες τις πρόσφατες δουλειές τους. Ναι, η μπάντα ούτε σκάρτεψε, ούτε ξεπουλήθηκε, ούτε αλλοτριώθηκε, αντίθετα κρατάει την γνησιότητα του ήχου της στο ακέραιο, χωρίς όμως να αφήνει τα περιθώρια στον εαυτό της να πάρει τις κατάλληλες ανάσες για να κάνει τα μεγάλα βήματα εμπρός. Το ρητορικό ερώτημα που προκύπτει εδώ αφορά το που μπορεί ακόμη να φτάσει κάποιος που είναι ήδη στο πάνθεον των κορυφαίων;

Αν και δεν θα αφήσουμε ποτέ τους δρόμους της Μανίλα, ακόμη περιφερόμαστε σε αυτούς με νοσταλγία για το παρελθόν…

529