COVENANT

Το μουσικό ταξίδι για τους 3 φίλους από το Helsingborg της δυτικής Σουηδίας ξεκίνησε πίσω στο 1986.

Οι έφηβοι, τότε, Eskil Simonsson, Joakim Montelius και Clas Nachmanson με κοινό παρονομαστή την αγάπη τους για την μουσική των Kraftwerk, The Human League, Depeche Mode, Front 242 και Nitzer Ebb δημιούργησαν το προσωπικό τους μουσικό όχημα βαδίζοντας σε έναν άξονα synthpop και electro χαρακτηριστικών.

Ως φοιτητές στην όλη του Lund μετέτρεψαν το υπνοδωμάτιο του Nachmanson σε προσωπικό στούντιο ηχογράφησης και ξεκίνησαν να πειραματίζονται με τις δικές τους συνθέσεις. Το 1989 επιλέγουν να ονομάσουν το γκρουπ τους Covenant, με το οποίο θα κάνουν την πρώτη τους δημόσια κυκλοφορία σε κομμάτι, έπειτα από πρόσκληση της Σουηδικής δισκογραφικής Memento Materia. Έτσι λοιπόν εν έτει 1992, το “The Replicant” μπαίνει σε μια συλλογή της εταιρείας και μαγνητίζει τους παράγοντες που ζητούν από αυτούς ένα πλήρες άλμπουμ το οποίο οι Covenant παραδίδουν το 1994. Ο τίτλος αυτού; “Dreams Of A Cryotank”.

To ντεμπούτο κερδίζει κριτικούς και κοινό και το τρίο αποφασίζει να πάρει τα πράγματα ακόμη πιο σοβαρά. Αναβαθμίζουν τον εξοπλισμό τους,  μεταφέρονται σε νέο στούντιο και δεσμεύονται να περιοδεύσουν. Το 1995 εμφανίζονται σε ένα φεστιβάλ στην Γερμανία μετά από πρόσκληση της δισκογραφικής Off-Bear και τραβούν τα βλέμματα, πράγμα που αποδεικνύεται από το συμβόλαιο που τους υπογράφει η εν λόγο εταιρεία την επόμενη κιόλας ημέρα. Οι 3 φίλοι ενθουσιάζονταια από τις διεθνείς προοπτικές που τους ανοίγονται, απομακρύνονται από τις σπουδές τους και το 1996 κυκλοφορούν το “Sequencer”.

Με το συνδυασμό χρήσης sequencing, ποικιλομορφίας στις μελωδίες και επιβλητικών στίχων καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα κλασικό άλμπουμ. Στο τέλος του ίδιου έτους η 21st Circuitry αναλαμβάνει την διανομή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, διευρύνοντας κατά πολύ το πεδίο της μπάντας, η δημιουργικότητα της οποίας δε γνωρίζει καμπή αφού το 1997 κυκλοφορούν το EP “Theremin” (ξεκινώντας και περιοδείες σε Αμερική και Καναδά), ενώ το 1998 παρουσιάζουν το τρίτο τους full length “Europa”, με το οποίο σηματοδότησε την αρχή μιας εσωτερικής στροφής των Σουηδών στον ήχο τους σε μια πιο επιθετική και μπιτάτη synthpop φόρμα.

Το 1998 είχαν τις γνωστές δικαστικές διαμάχες για τα δικαιώματα του ονόματος τις οποίες και κέρδισαν, με τους Νορβηγούς Black/Industrial metallers που αργότερα αναγκάστηκαν να μετονομαστούν σε The Kovenant. Μετά από αρκετές αλλαγές σε δισκογραφικές κυκλοφορούν μέσα στο 2000 το “United States Of Mind” με το οποίο ολοκληρώνεται η στροφή στο synthpop που ήδη είχε αρχίσει να προδιαγράφεται στις προηγούμενες δουλειές τους.

Την ίδια χρονιά κυκλοφορούν το single “Der Leiermann”(“Like Tears In Rain”), μια εκδοχή του ομότιτλου γερμανικού κομματιού, το οποίο αρχικά υπήρξε ως ποίημα του Wilhelm Muller και το οποίο μελοποιήθηκε από τον Franz Schubert, ως μέρος του ποιητικού κύκλου “Die Winterreise”, ενώ λίγο καιρό μετά, ηχογραφούν το live άλμπουμ “Sinergy” το οποίο περιείχε κομμάτια από τις πρώτες 4 δουλειές της μπάντας.

Το 2002, κι ενώ περνούν μέσα από νέες περιπέτειες με τις δισκογραφικές, κυκλοφορούν το “Northern Light” το οποίο ακούγεται αρκετά “ψυχρότερο”. Συνεχίζουν να παράγουν μουσική ως τρίο με την διαφορά πως ο Montelius ζει πλέον στην Βαρκελώνη της Ισπανίας, ο Simonsson στο Βερολίνο της Γερμανίας, ενώ ο Nachmanson εξακολουθεί να παραμένει στο Helsingborg, από όπου και ξεκίνησαν.

To έκτο στούντιο άλμπουμ τους έφερε τον τίτλο “Skyshaper” και κυκλοφόρησε το 2006 λαμβάνοντας καθολικά θετική αποδοχή και βρήκε την μπάντα να περιοδεύει για ακόμη μια φορά σε Ευρώπη και Αμερική.

Τον Μάρτιο του 2007 ανακοινώνουν πως ο Nachmanson δεν θα περιοδεύει πλέον μαζί τους και στην θέση του επέλεξαν τον Daniel Myer των Haujobb, ενώ από δηλώσεις τους στον τύπο άφησαν ερωτηματικά για το αν θα μπορούσε να συνεχίσει μαζί τους.

Τον Οκτώβρη του 2007 κυκλοφορούν το οδοιπορικό DVD “In Transit” το οποίο περιείχε υλικό από την παγκόσμια περιοδεία τους για την προώθηση του “Skyshaper” και αποτυπώνει στιγμές από τα ταξίδια της μπάντας σε Ευρώπη, Βόρεια και Νότια Αμερική, καθώς και τη Ρωσία σε μια περίοδο 18 μηνών. Οι Covenant επιβεβαίωσαν την οριστική αποχώρηση του Nachmanson μέσα από το documentary που περιείχε.

Τέσσερα χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 2011, είχε έρθει η στιγμή για την έβδομη δουλειά τους και το “Modern Ruin” φέρνει σε μια ισορροπία την ασταθή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η μπάντα το τελευταίο διάστημα, με τις ρευστές σχέσεις μεταξύ μελών, εταιρειών αλλά και κάποιων εμφανίσεων που προβλημάτισαν.

Η αποδοχή που έλαβε η εν λόγω κυκλοφορία δημιούργησε κλίμα αισιοδοξίας το οποίο οδήγησε στο EP “Last Dance”, αλλά και το πλήρης έκτασης “Leaving Babylon” του 2013, το οποίο περιέχει τόσο νέα κομμάτια, όσο και τραγούδια που υπήρχαν στη demo μορφή τους από την εποχή του “Northern Light”.

Το 2016 και μετά από παύση 3 ετών, έχουμε την δισκογραφική επιστροφή της μπάντας με το άλμπουμ “The Blinding Dark”. Πρόκειται για μια αμφιλεγόμενη κυκλοφορία, πραγματικό σκωτσέζικο ντουζ, αφού περιέχει από την μία πολύ καλά κομμάτια, αλλά από την άλλη πολλά fillers κι ανούσια ιντερλούδια.

Τρία χρόνια μετά την τελευταία τους εμφάνιση στην Αθήνα, οι Covenant επιστρέφουν στο Death Disco για την παρουσίαση τόσο του τελευταίου άλμπουμ τους, όσο και των κλασικών τους τραγουδιών, στο ελληνικό κοινό και οι λάτρεις της EBM σκηνής, οφείλουν να είναι εκεί!

545