Δεν είμαι σε θέση να κατανοήσω πλήρως τους λόγους που το φετινό Doom Over Greece fest δεν πήγε καλά από πλευράς προσελεύσεως κοινού, τουλάχιστον στην Αθήνα μιας και την στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο εκκρεμεί η εμφάνιση των συγκροτημάτων στη συμπρωτεύουσα.
Αντίθετα, αυτό το οποίο αναμφισβήτητα είμαι σε θέση να καταμαρτυρήσω είναι πως την Παρασκευή το βράδυ, όσοι περάσαμε την πόρτα του Κύτταρο είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε ένα φεστιβάλ με σχεδόν όλες τις μπάντες να έχουν κάτι να δείξουν και να κρατούν ένα αξιόλογο μέσο όρο, αλλά και αδιάκοπα ενδιαφέρουσα ροή.
The Temple
Οι 4 θεσσαλονικείς παρουσίασαν το υλικό τους με ένα χρόνο καθυστέρηση, αφού η περσινή τους προγραμματισμένη εμφάνιση στην Αθήνα δεν έγινε λόγω προβλημάτων υγείας μέλους της μπάντας. Με έξτρα αποσκευή το ντεμπούτο άλμπουμ τους, σε σύγκριση με πέρσι, έκαναν μια πιο ολοκληρωμένη εμφάνιση, αφού παρουσίασαν μεγάλο μέρος του (μαζί με το κομμάτια από το EP τους), αλλά και ένα νέο κομμάτι, στα τρία περίπου τέταρτα που διήρκεσε το σετ τους.
Το “Forevermourn” που κυκλοφόρησε τον προηγούμενο Μάρτη από την I Hate, αποτελεί μια δουλειά συμπαγούς παλιομοδίτικου doom metal αξιώσεων για το ιδίωμα. Παρόλα αυτά η μπάντα δεν έχει αποκτήσει ακόμη την ανάλογη άνεση και χαρακτήρα στην σκηνή. Η μουσική τους όμως μας έβαλε για τα καλά στο πνεύμα του φεστιβάλ, με μελωδίες που απλώνονταν σαν σκοτεινό πέπλο στον χώρο. Ο κάκιστος φωτισμός, τυπικός ήχος για εναρκτήρια μπάντα και φυσικά ο άχαρος ρόλος να ανοίγεις μια συναυλία σε λίγο σχετικά κοινό στα παραλειπόμενα.
Isole
Μια αλλαγή στο πρόγραμμα έφερε τους Σουηδούς να αλλάξουν θέση εμφάνισης με τους Shores Of Null, που κανονικά θα εμφανίζονταν δεύτεροι. Εδώ το ενδιαφέρον το οποίο ήδη μας είχαν κεντρίσει οι συμπατριώτες μας προηγουμένως, εκτοξεύθηκε κατακόρυφα.
Οι μαυροπουκαμισάδες είχαν αρκετά καλύτερο ήχο (αν και σε στιγμές χάναμε τα φωνητικά του Daniel Bryntse) και φυσικά άνεση μπροστά στο κοινό. Ακούσαμε “The Calm Hunter” από το ομότιτλο του 2014, όπως και το εξαιρετικό “Dead To Me” από το ίδιο, αλλά και “Throne Of Void”, “Deceiver”, “By Blood”. Αποχαιρέτισαν με “Moonstone” μετά από ένα περίπου 50λεπτο σετ. Κι ενώ θα έκαναν ωραίο δέσιμο στην διαδοχή τους με την αδερφή μπάντα, τους Ereb Altor, λόγω της ανταλλαγής θέσης, στην σκηνή πήραν θέση οι Shores Of Null.
Shores Of Null
Οι Ιταλοί δυστυχώς δεν κατάφεραν να ανταπεξέλθουν στην πρόκληση να παίξουν μετά τους Isole. Δεν ξέρω αν είχαν προλάβει να κάνουν έλεγχο ήχου, είχαν όμως τον χειρότερο με διαφορά. Ίσως η νεαρότερη μπάντα του billing, με σαφώς υποδεέστερη σκηνική παρουσία από τις υπόλοιπες μπάντες.
Την προσοχή μου τράβηξε ο Emiliano Cantiano πίσω από τα τύμπανα, αλλά αι ο frontman, Davide Straccione, ο οποίος έκανε φιλότιμες προσπάθειες να ισορροπήσει ανάμεσα στο μελωδικό black και doom metal υλικό τους. Έχουν μόλις ένα άλμπουμ στο ενεργητικό τους, το “Quiescence” του 2014, οπότε στο συμπτυγμένο σετ τους δεν υπήρξαν εκπλήξεις.
Ereb Altor
Οι Σουηδοί υπήρξαν για πολλούς παρευρισκομένους ο μεγαλύτερος πόλος έλξης της βραδιάς, περιλαμβανομένου κι εμού. Και ναι, ήταν ξεκάθαρα η καλύτερη εμφάνιση του φεστιβάλ. Το κοινό που μαζεύτηκε μπροστά και συμμετείχε ενεργά, η απόδοσή τους, ο καλός ήχος, η σκηνική τους παρουσία και εμφάνιση, η επικοινωνία με τους θεατές, οι κομματάρες τους, η διασκευή στους Bathory, το πάθος του Crister Olsson είναι μερικά από τα στοιχεία που θέτουν την εμφάνιση των Ereb Altor στα μάτια μου να τους αναγάγει στους άτυπους headliners της διοργάνωσης.
Το επικό συναίσθημα που παράγει αυτή η μπάντα είναι πραγματικά απερίγραπτο. Αυτό είναι το πραγματικό metal (ας αφήσουμε για λίγο κατά μέρους τις ταμπέλες), δύναμη, λυρισμός, ατμόσφαιρα από έναν frontman που καταφέρνει να μεταφέρει γνήσιο στο σήμερα τον αέρα μιας άλλης εποχής κι όλο αυτό χωρίς καραγκιοζιλίκια και μπλαζέ συμπεριφορές.
Από τις καλύτερες live metal μπάντες που περπατάνε στον πλανήτη Γη αυτή τη στιγμή.
Ακούσαμε “Midsommarblot”, “Nattramn”, “By Honour”, ”Dispellation”, ”Nifelheim”, ”Myrding” και χαιρετήσαμε με την εκτέλεση του “Blood Fire Death” των Bathory.
Mourning Beloveth
Οι παλαίμαχοι Ιρλανδοί doom/deathsters τράβηξαν το δικό τους δρόμο, πορευόμενοι σε βαριά, αργόσυρτα riff, μελωδικά lead από την μορφάρα Frank Brennan ο οποίος επίσης, με τα καθαρά φωνητικά του δημιουργούσε αυτό το ατμοσφαιρικά αντιφατικό διάλογο με τα βρώμικα του Darren Moore. O δε τελευταίος είχε την βάση του μικροφώνου του ένα κεφάλι πιο ψηλά από το στόμα του με αποτέλεσμα να τραγουδά τη μια κοιτώντας το ταβάνι του Κυττάρου και την επομένη το πάτωμα, μα ποτέ το κοινό.
Ίσως ο πιο ογκώδης ήχος που βγήκε εκείνο το βράδυ, με κάποια θέματα στην στάθμη του μικροφώνου του Moore, που ανεβοκατέβαινε στην διάρκεια του σετ. Κομμάτια βουτηγμένα στην μελαγχολία με εμφανής αναφορές από τον ήχο των My Dying Bride, Primordial και πρώιμων Anathema.
Με λύπη μου όμως παρατήρησα πως μετά την εμφάνιση των Ereb Altor αρκετοί από τους θεατές είχαν αρχίσει να αποχωρούν κι αυτό είχε γίνει έντονα αισθητό λίγο αποχωρήσουν οι Morning Beloveth, για να δώσουν την θέση τους στους Novembre, οι οποίοι κατάφεραν να παίξουν μπροστά σε λιγότερο κοινό από ότι έπαιξαν οι The Temple που άνοιξαν το φεστιβάλ στις 6.30 το απόγευμα…
Novembre
Σε αυτό συνετέλεσε και η 35λεπτη (περίπου) καθυστέρηση μέχρι να ξεκινήσουν κι έτσι η ώρα είχε ήδη πάει 00.30! Μπροστά σε μια χούφτα κόσμου λοιπόν (όχι ότι νωρίτερα είχε περισσότερα από 150 άτομα), οι Ιταλοί έπαιξαν σχεδόν διεκπαιρεωτικά το σετ τους, χωρίς κενά τα περισσότερα κομμάτια μεταξύ τους, ούτε με πολλά λόγια. Δεν ξέρω αν έτσι είναι γενικότερα ανύπαρκτοι επικοινωνιακά, αλλά την Παρασκευή αυτό το πρόσωπο έδειξαν.
Με τον ήχο να εκπίπτει σημαντικά της ποιότητας (και του όγκου) που ακούσαμε λίγο πριν στους Mourning Beloveth, παρακολουθήσαμε μια πραγματικά εναλλακτική πρόταση που, τουλάχιστον εμένα, με κάνει να θέλω να τους ψάξω ακόμη περισσότερο. Με αισθητική που πάσχει σοβαρά από κρίση ταυτότητας αφού αμφιταλαντεύεται μεταξύ progressive rock, gothic, μέχρι doom και death metal, παράγει μια συνισταμένη που ενώ εκ πρώτης όψεως ακούγεται εύπεπτη, καταλήγει σε δυσπρόσιτα μονοπάτια που απαιτούν χρόνο για να αφομοιωθούν.
Τα φωνητικά του θηριώδη Carmelo Orlando άλλαζαν συνεχώς ανάλογα με το εφέ που επέλεγε στην πεταλιέρα με το πόδι του, στην προσπάθεια να αναπαράγει όσο πιο πιστά τα απαιτητικά στούντιο. Αυτός όμως που πραγματικά ξεχώριζε ήταν ο Pagliuso με τα τεχνικά, αλλά πολύ αισθαντικά του lead στην κιθάρα.
Τα κομμάτια που ακούσαμε ήταν: “Anaemia”, “Triesteitaliana”, “Australis”, “Umana”, “Aquamarine/Come/Everasia”, “Nostalgiaplatz”, “Annoluce”, “Oceans Of Afternoons”, “Bremen”, Cold Blue Steel”, The Dream Of The Old Boats”.
Photos: Καλλιόπη Τσουρουπίδου/ Γιάννης Φράγκος
Video: Γιάννης Φράγκος
Be the first to comment