Οι εν λόγω κύριοι είναι γνωστοί σε όλους εκείνους που κυκλοφορούσαν στο Mο Better και τα λοιπά εντευκτήρια των πάλαι ποτέ nu-metal κοινωνών.
Κι αν δεν ανήκετε σε αυτούς ενδεχομένως θα έχετε δει και το βιντεάκι με τον παπαγάλο που τραγουδάει, χωρίς να χάνει στίχο, το refrain του υπερ-χιτ “Bodies” από το ντεμπούτο της μπάντας (2001), “Sinner”, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, βέβαια, για την απήχησή της.
Θα γνωρίζετε επίσης ότι ο αρχικός τραγουδιστής της μπάντας πέθανε ακριβώς μετά την κυκλοφορία του προαναφερθέντος. Κι αν διαβάζετε καμιά φορά και τις στήλες μας θα γνωρίζατε και ότι η μπάντα είχε προσεγγίσει τον Robert Flynn μετά το “Supercharger” για να τον προσλάβει ως τραγουδιστή, λέγοντάς του ευθαρσώς ότι οι Machine Head ξόφλησαν.
Παραμερίζοντας τα παραπάνω, οι Τεξανοί Drowning Pool, συνεχίζουν να υπάρχουν εδώ και 20 χρόνια πλέον και μετά από κάποιες αλλαγές τραγουδιστών, με την έκτη κατά σειρά κυκλοφορία τους . Ο ήχος ίσως να έχει εξευγενιστεί, αλλά η γενική ιδέα είναι σταθερή. Βαρύ υβρίδιο metal/rock που παραπέμπει σε μπάντες, όπως οι Black Label Society, Hellyeah, Pantera, Alice in Chains (δώστε βάση στο ημιακουστικό “Another Name” για τα τελευταία δύο ονόματα), οι Soil, από τους οποίους δανείστηκαν και τον Ryan McCombs στις φωνές .
Από την άλλη ο βαρύς ήχος τους είναι ευπροσάρμοστος και προς τον gabba/χορευτικό ήχο του Rob Zombie, του M. Manson και των όμορων Dope και Static-X, χωρίς τον προγραμματισμό, όπως φαίνεται και στο στακάτο “My Own Way” και το πιασάρικο “Goddamn Vultures”. Η φωνή του νιούφη Jason Moreno κρατάει γερά και μιμείται πολλές άλλες που προηγήθηκαν. Κατά τα άλλα, ο δίσκος δεν απέχει πολύ από τον αμερικάνικό βαρύ ήχο της τελευταίας δεκαετίας.
Συνεπώς όσοι είστε εξοικειωμένοι κάντε την κίνηση. Όσοι θέλετε κάτι πιο φιλοσοφημένο προσπεράστε άφοβα.
503