HAMMERFALL

1993. Σε μια εποχή που το heavy metal περνούσε μια κυρίως επικοινωνιακή κρίση (ας μην καθίσω να απαριθμήσω τις δισκάρες που βγήκαν στα μέσα των 90’s), ετούτοι εδώ οι Σουηδοί κατάφεραν να ξανατραβήξουν τα φώτα της δημοσιότητας και το ενδιαφέρον από το ευρύ κοινό στην μουσική σκηνή του βαρέως μετάλλου.

Υπερεκτιμημένοι; Έως ένα σημείο πιθανότατα. Το παραπάνω γεγονός όμως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανένα και δεν είναι και μικρό πράγμα να δώσεις ανάσα ζωής σε μια ολόκληρη σκηνή, έτσι;

Σχηματίστηκαν στο Gothenburg από τον κιθαρίστα Oscar Dronjak, ο οποίος μόλις είχε παραιτηθεί από την προηγούμενη μπάντα του, Ceremonial Oath και τον Jesper Strömblad (τύμπανα) τον οποίο κάλεσε μαζί του. Ο Dronjak είχε ήδη γράψει το “Steel Meets Steel” έχοντας αρκετά ακόμη κομμάτια στα σκαριά. Ξεκίνησαν ως project για να μην επηρεαστεί η δουλειά τους στις μπάντες που έπαιζαν κυρίως εκείνη την περίοδο οι 2 μουσικοί, τους Crystal Age (Dronjak) και τους In Flames (Strömblad). Μάλιστα το όλο εγχείρημα είχε την συνεισφορά και από άλλα μέλη (και φίλους τους) των In Flames, τον Niklas Sundin στην 2η κιθάρα και τον Johan Larsson στο μπάσο, ενώ τα φωνητικά είχε αναλάβει ο Mikael Stanne των Dark Tranquillity (ο οποίος είχε περάσει και από τους In Flames).

Κάνουν εμφανίσεις παίζοντας κυρίως διασκευές σε Pretty Maids, Judas Priest και Alice Cooper και παίρνουν μέρος σε έναν τοπικό μουσικό διαγωνισμό υπό την ονομασία “Rockslaget” και το 1996 φτάνουν στα ημιτελικά, όπου ο Stanne δηλώνει αδυναμία να συμμετάσχει. Τότε είναι που ο Joacim Cans δέχεται να αναπληρώσει το κενό ώστε η μπάντα να συνεχίσει στο διαγωνισμό, από τον οποίο μπορεί τελικά να τους απέκλεισαν οι κριτές, αλλά η χημεία μεταξύ τους ήταν τέτοια που ο Cans έγινε έκτοτε μόνιμο μέλος τους.

Ο διαγωνισμός αυτός δεν τους άφησε τελείως με άδεια χέρια. Το live demo που είχαν πλέον στα χέρια τους απέφερε συμβόλαιο με την Ολλανδική Vic records μέσω της οποίας κυκλοφορούν το “Glory To The Brave” (1997) το οποίο περιείχε και μια διασκευή στο “Child Of The Damned” των Warlord (στη δισκογραφική επιστροφή των οποίων ο Cans διαδραμάτισε ενεργό ρόλο). Σε αυτό το σημείο και με τη Nuclear Blast να προσφέρει προοπτική για 4 άλμπουμ (αλλά και ευρεία επανακυκλοφορία του ντεμπούτου) έγινε ξεκάθαρο πως οι Hammerfall δεν μπορούσαν πλέον να αποτελούν side project κι έτσι από το σχήμα αποχώρησαν οι Johan Larsson και Niklas Sundin για να αντικατασταθούν αντίστοιχα από τους Fredrik Larsson και Glenn Ljungström. Ακόμη κι ο Jesper Strömblad συνεισέφερε στα τύμπανα του ντεμπούτου, αλλά αντικαταστάθηκε από τον Patrick Rafling.

Το “Glory To The Brave” μπήκε για επάνω από 2 μήνες στα Γερμανικά top 100 με τα Rock Hard και Heavy Oder Was? να τα ανακηρύσσουν άλμπουμ της χρονιάς. Ακολούθησε περιοδεία με Raven (και Tank να ανοίγουν για τα 2 σχήματα) σε Γερμανία, Ελβετία και Ολλανδία με sold outs (όπως και οι επόμενες περιοδείες). Την επιτυχία τους επισφράγισε το βραβείο για το καλύτερο Hard Rock act από τα Σουηδικά μουσικά βραβεία.

Το 1998 θα κυκλοφορήσουν το δεύτερο πόνημά τους που έφερε τον τίτλο “Legacy Of Kings” με την πλήρη σύνθεσή τους, το οποίο επίσης θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία και τα 2 singles “Legacy Of Kings” και “Heeding The Call” θα παραμείνουν 3 εβδομάδες στα Γερμανικά charts, ενώ στο μπάσο έχει πάρει θέση ο Magnus Rosen.

Ηχογραφούν διασκευές για tributes όπως αυτά σε Accept και Helloween και περιοδεύουν, περιοδεύουν, περιοδεύουν, ενώ στο δεύτερο σκέλος της πρώτης τους παγκόσμιας τουρνέ, ο Cans τσίμπησε και μια γερή μόλυνση στο λάρυγγα. Σύντομα οι περισσότεροι από την μπάντα, αλλά και το προσωπικό της περιοδείας, αρρώστησαν και έτσι αρκετές ημερομηνίες ματαιώθηκαν, ή ακυρώθηκαν.

Το επόμενο δισκογραφικό χτύπημα ήρθε με την κυκλοφορία του “Renegade” το 2000. Ο νέος αιώνας έδειχνε να ανοίγει για τους Σουηδούς με τον πλέον αισιόδοξο τρόπο μιας και η επιτυχία δεν είχε ανακοπή καμιά. Είχαν καταφέρει να θέσουν εαυτούς στο θρόνο του heavy/power και η συνταγή τους δεν άλλαζε καθόλου, αντίθετα έκαναν διορθώσεις σε λεπτομέρειες όπως η παραγωγή. Με το λανσάρισμα του δίσκου η μπάντα εκτοξεύεται στην δεύτερη παγκόσμια περιοδεία της από την οποία κυκλοφόρησαν και ένα dvd με υλικό από τις εμφανίσεις, τα παρασκήνια αλλά και τις ηχογραφήσεις.

Στο “Crimson Thunder” του 2002, τα πράγματα έδειξαν να αρχίζουν κάπως να βαλτώνουν, παρά το γεγονός πως και αυτή η κυκλοφορία γνώρισε τεράστια επιτυχία. Ηχογραφημένο τμηματικά, στην Ολλανδία το μπάσο, στην Γερμανία τα τύμπανα και το υπόλοιπο στην Τενερίφη, ακούγεται πιο βαρύ από τους προκατόχους του. Πριν τα γυρίσματα για το βίντεο του “Hearts On Fire” ο Cans δέχθηκε επίθεση με μπουκάλι μπύρας στο κεφάλι, σε ένα ροκ  μπαρ όπου βρισκόταν με την φίλη του και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση, ευτυχώς όμως επανέκαμψε ολοκληρωτικά.

Την επόμενη χρονιά (2003) κυκλοφορούν το live άλμπουμ “One Crimson Night” και μετά από δισκογραφική σιγή 2 ετών βγάζουν πάλι μέσω της Nuclear Blast το “Chapter V: Unbent, Unbowed, Unbroken” (2005). To άλμπουμ είχε τα πάνω και τα κάτω του. Όχι πολύ μακριά κινήθηκε και το περιεχόμενο του επόμενου “Threshold” (2006). Άλλωστε αν ακούσεις ένα δίσκο Hammerfall (όποιος και αν είναι αυτός) είσαι σε θέση να καταλάβεις το περιεχόμενο και των υπολοίπων. Fantasy στίχοι, γυαλιστερές παραγωγές, πολύ μελωδικά θέματα, όμορφα κιθαριστικά σόλο. To 6ο τους αυτό άλμπουμ καρφώθηκε κατευθείαν στο νούμερο 1 των Σουηδικών charts.

To 2007 o Rosen θα αποχωρήσει για να ακολουθήσει σόλο καριέρα και στην θέση του στο μπάσο θα επιστρέψει ο Fredrik Larsson, o οποίος είχε φύγει επάνω στις ηχογραφήσεις του ντεμπούτου. Δεν ήταν αυτή όμως η μόνη αποχώρηση σε αυτή την φάση. Το καλοκαίρι του 2008 θα βγει από την σύνθεση της μπάντας ο κιθαρίστας Stefan Elmgren, αυτός για να αφοσιωθεί στην καριέρα του ως πιλότος της πολιτικής αεροπορίας. Στην θέση του θα μπει ο Pontus Norgren από τους The Poodles.

To 2009 κυκλοφορούν το “No Sacrifice, No Victory” και τρέχουν την περιοδεία “Any Festival Necessary”, πετυχημένο λογοπαίγνιο με τον τίτλο του κομματιού τους “Any Means Necessary”, με το οποίο ξεκινάει και ο δίσκος. Παρά την δυνατή εισαγωγή, το άλμπουμ θεωρείται από τις πιο αδύναμες δισκογραφικές στιγμές της μπάντας μιας και τα σερβιρίσματα του ίδιου φαγητού είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται. Σε αυτό εδώ μάλιστα το άλμπουμ το επίπεδο είναι αρκετά πιο χαμηλό από τις προηγούμενες δουλειές.

Στο “Infected” του 2008 έδειξαν να έπιασαν το νόημα και προσπάθησαν να αλλάξουν ελαφρώς τον ήχο τους. Ελαφρός είπαμε έτσι; Hammerfall είναι αυτοί… Παρόλα αυτά, το δισκάκι αυτό είναι όντως πιο σκοτεινό σε ατμόσφαιρα από τις υπόλοιπες δουλειές των Σουηδών. Το θετικότερο είναι πως κρατά ένα καλό μέσο όρο σε όλα τα κομμάτια από την μία, από την άλλη όμως δεν είναι και από τις δουλειές που έβγαλε μέγκα-χιτ! Ήταν όμως σίγουρα μια υπενθύμιση πως η μπάντα είναι ακόμη εκεί έξω και στέκεται.

Το πιο πρόσφατο στούντιο άλμπουμ των Hammerfall μέχρι την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο τουλάχιστον, είναι το “(r)Evolution” που κυκλοφόρησε το 2014. Πραγματική επιστροφή στον ήχο τους και σε κομμάτια απλά και πιασάρικα που μας είχαν μάθει τα προηγούμενα χρόνια. Ένα άλλο σημείο που έχει ενδιαφέρον ήταν ότι επιτέλους βγήκε από το “καβούκι” του ο Norgren (στα προηγούμενα 2 άλμπουμ δεν είχε δείξει και κάτι το αξιοσημείωτο) σε σημείο που να συναγωνίζεται τον μεγάλο Dronjak.

Στις 13 Δεκεμβρίου θα βρεθούν στην χώρα μας έπειτα από 18 ολόκληρα χρόνια, τότε που είχαν κάνει 2 εμφανίσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη (1997). Αυτήν τη φορά μόνο η πρωτεύουσα θα έχει την ευκαιρία να τους παρακολουθήσει και από πρώτο “αυτί” να απολαύσουμε την θεσπέσια φωνή του Joacim Cans και το heavy metal έτσι όπως οι Hammerfall το αντιλαμβάνονται και το αποδίδουν…

1121