MONSTER MAGNET

Κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80 δημιουργήθηκαν στο Red Bank του New Jersey οι Shrapnel, ένα punk-rock συγκρότημα τραγουδιστής του οποίου ήταν ένας νεαρός ονόματι Dave Wyndorf.

Λίγο παράξενος τύπος. Λάτρης των comic και έντονα επηρεασμένος από τη συλλογή δίσκων του αδερφού του, από μια συναυλία των Hawkwind που είχε παρακολουθήσει στη Νέα Υόρκη και… το UFO που είχε δει πιτσιρικάς. Το σχήμα μπορεί στο τέλος να αποδείχτηκε διάττων αστέρας, αλλά αυτό δεν ίσχυσε και για τον τραγουδιστή του.

Η μπάντα αφού ταρακούνησε για λίγο τη μουσική σκηνή της Νέας Υόρκης με εμφανίσεις σε θρυλικά clubs της περιοχής όπως το CBGB’s, ηχογράφησε κάποια indie singles και κυκλοφόρησε μέσω της Elektra Records το 1984 το ομώνυμο “Shrapnel” ΕΡ (το οποίο πλέον παίζει και να έχει τιμητική θέση στις δισκοθήκες των φανατικών οπαδών των Monster Magnet), γύρω στο 1985 διαλύθηκε.

Το ίδιο διάστημα φορμαρίστηκαν οι Dogs of Mystery με τον Tim Cronin στα φωνητικά και τα ντραμς και τον John Mc Bain στην κιθάρα. Μια μπάντα λίγο ό,τι να’ναι, μιας και ποτέ δεν υπήρξε κάποιο σταθερό line-up αλλά ήταν περισσότερο μια κατάσταση two-man show με διάφορους περιστασιακούς συνεργάτες να έρχονται και να παρέρχονται. Παρόλα αυτά, μέσα στη δυσλειτουργικότητά τους κατάφεραν να ηχογραφήσουν δύο κασέτες: τις “And Therein Lies the Rub” και “Metalhead of Robeson”.

Το line-up σταθεροποιήθηκε όταν στα φωνητικά και την κιθάρα βρέθηκε ο προαναφερθείς νεαρός Dave Wyndorf. Μετά από κάποιες εμφανίσεις ως Dogs of Mystery, αποφάσισαν να μετονομαστούν σε Airport 75. Τελικά αφού άλλαξαν κάμποσα ονόματα και ασχολήθηκαν με διάφορα side projects, κατέληξαν στο Monster Magnet, το οποίο εμπνεύστηκαν από ένα παιχνίδι της Wham – O που είχε βγει τη δεκαετία του ’60.

Το 1989 κυκλοφόρησαν μέσω της Cool Beans τα demos “Forget About Life, I’m High on Dope” και “I’m Stoned, What Ya Gonna Do About It?”, ενώ ένα χρόνο αργότερα ήρθε και η πρώτη “επίσημη” κυκλοφορία τους: το single “Lizard Johnny/Freakshop USA” από τη Circuit Records.

Πριν το δεύτερο demo τους προστέθηκαν στη μπάντα ο ντράμερ Jon Kleiman και ο μπασίστας Joe Calandra.

Το single κατάφερε να τραβήξει το ενδιαφέρον της γερμανικής Glitterhouse Records, με την οποία και τελικά υπέγραψαν. Παράλληλα, είχαν συμβόλαιο και με την αμερικανική Caroline Records.

Με τη Glitterhouse κυκλοφόρησαν το “Monster Magnet” EP, με κομμάτια που αργότερα συμπεριλήφθηκαν στο “Spine of God” και το “Powertrip”.

Το 1991 βγήκε στη Γερμανία το δεύτερο EP τους “25…. Tab”, το οποίο στις ΗΠΑ κυκλοφόρησε 2 χρόνια αργότερα από την Caroline Records.

Πρώτη full-length δουλειά του συγκροτήματος ήταν το “Spine of God”, που θεωρείται από τα πρώτα και κλασικά stoner rock άλμπουμ. Σίγουρα απαραίτητο στη δισκοθήκη κάθε οπαδού του είδους – και όχι μόνο. Συνδυάζει punk, heavy metal, psychedelic rock, space rock υπό την έμπνευση του Wyndorf και μας παίρνει από τα μούτρα.

Πριν βγει το άλμπουμ, ο Cronin αποχώρησε από τη σύνθεση αλλά συνέχισε να δουλεύει με τους ΜΜ από άλλα πόστα (στα credits επόμενων δίσκων αναφέρεται ως Dope/Lights/Center of the Universe, Mountain of Judgement και άλλα παρόμοια χαριτωμένα).

Η περιοδεία τους στην Ευρώπη και στη συνέχεια το support στην περιοδεία των ανερχόμενων τότε Soundgarden, τους βοήθησαν αρκετά ώστε να ενδιαφερθεί για αυτούς κάποια μεγάλη εταιρεία και τελικά να υπογράψουν με την Α&Μ Records.

Λίγο αργότερα ο Mc Bain αποχώρησε και αντικαταστάθηκε από τον κιθαρίστα των Atomic Bitchwax Ed Mundell.

Το 1993 κυκλοφόρησε ο δεύτερος δίσκος τους με τίτλο “Superjudge”. Επαρκώς δυνατό, ψυχεδελικό, τριπαρισμένο, αλλά και υποτιμημένο. Η άνοδος του grunge εκείνο το διάστημα και η επακόλουθη πτώση του metal γενικά, δε βοήθησαν ιδιαίτερα με αποτέλεσμα το άλμπουμ να μην πάει και πολύ καλά σε πωλήσεις.

Επόμενη δισκογραφική παρουσία το “Dopes to Infinity” το 1995. Για πολύ κόσμο ο καλύτερος δίσκος τους. Το space rock σε μια από τις καλύτερες στιγμές του (για να μην πω ότι κατάφεραν να το φτάσουν σε επίπεδα επιστήμης), με κομμάτια που εύκολα “έστελναν” τον ακροατή. Παρότι στο άλμπουμ υπάρχει και το πρώτο τους hit single, το “Negasonic Teenage Warhead”, τελικά δεν είχε την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία.

Μετά την περιοδεία για την προώθηση του “Dopes to Infinity”, ο Wyndorf μετακόμισε στο Las Vegas, για να αρχίσει να δουλεύει το επόμενο άλμπουμ της μπάντας. Φαίνεται ότι το κλίμα και οι ρυθμοί (ή ίσως η πληθώρα των πάσης φύσεως clubs) του Vegas όντως βοήθησαν γιατί με το “Powertrip” του 1998, οι Monster Magnet (ως πεντάδα πλέον, έχοντας στο line-up και τον κιθαρίστα Phil Caivano) κέρδισαν μέρος της αναγνώρισης που τους άξιζε.

Ο δίσκος, που έφτασε στο #97 του Billboard, έγινε χρυσός επιβεβαιώνοντας τη θέση του συγκροτήματος ως ενός από τους πρωτοπόρους του stoner. Top of the tops του άλμπουμ το ομώνυμο και το “Space Lord”.

Ακολούθησε μακροχρόνια περιοδεία κατά τη διάρκεια της οποίας οι ΜΜ βρέθηκαν με ονόματα όπως οι Aerosmith, Metallica, Rob Zombie και άλλοι. Το 1999 τους είδαμε για πρώτη φορά στην Ελλάδα ως support των Metallica στη Ριζούπολη και δε νομίζω ότι θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι μπορεί και να έκλεψαν την παράσταση σ’ εκείνο το live… τουλάχιστον για εκείνους που ήταν αρκετά τυχεροί ώστε να μπουν νωρίς και να τους δουν, αντί να τους ακούνε περιμένοντας να τους κόψουν τα εισιτήρια.

Το 2000 βγήκε ο πέμπτος δίσκος τους, “God Says No”. Διαφορετικός από τους προηγούμενους, με κάμποσα καλά σημεία αλλά όχι τόσο επιτυχημένος όσο το “Powertrip”. Αν και οι γνώμες αναφορικά με το άλμπουμ ήταν (και είναι) διχασμένες, έφτασε #153 στο Billboard και #17 στα γερμανικά και σουηδικά charts.

Έπεται περίοδος αλλαγών, καθώς οι Calandra και Kleiman αποχώρησαν και σταμάτησε η συνεργασία με την Α&Μ. Τελικά υπέγραψαν στην SPV, το μπάσο ανέλαβε ο Jim Baglino και τα ντραμς αρχικά ο Michael Wildwood και αργότερα ο Bob Pantella.

Μετά τη συλλογή “Greatest Hits”, κυκλοφόρησαν το 2004 το “Monolithic Baby!” Σίγουρα ανώτερο του “God Says No”, αλλά και πάλι (για κάποιους) όχι ανάλογο του τι μπορούσαν να κάνουν, ειδικά συγκρινόμενο με τα παλαιότερα άλμπουμ τους. Ξεχωρίζει (ως συνήθως) η μοναδική φωνή του Wyndorf. Ψιλοχιτάκι του δίσκου το “Unbroken (Hotel Baby)”, για το οποίο (εάν δε με απατά η μνήμη μου) ο Wyndorf είχε πει σε συνέντευξή του ότι μιας και δε διέθεταν το απαραίτητο budget για να χρησιμοποιήσουν επαγγελματίες μοντέλα στο video clip, έκαναν μια βόλτα στο LA και βρήκαν αρκετές φιλόδοξες starlets για να γυριστεί το video clip χωρίς επιβάρυνση προϋπολογισμού.

Οι κοπέλες μάλλον ήταν ευχαριστημένες και μόνο από το ότι θα μπορούσαν να αναφέρουν το video clip στο βιογραφικό ή το portfolio τους. “Δυστυχώς” για την μπάντα (και πάντα με την προϋπόθεση ότι θυμάμαι καλά), όταν τελείωσε το γύρισμα έφυγαν όλες, αφήνοντας τους ΜΜ να αναρωτιούνται γιατί δε συνεχίστηκε το πάρτι.

Στην περιοδεία που ακολούθησε, πέρασαν και από το Ρόδον για 2 εμφανίσεις, τις οποίες νομίζω ότι θυμόντουσαν για καιρό αυτοί που βρέθηκαν εκεί.

Ένα χρόνο αργότερα αποχώρησε ο Caivano και άρχισε μια δύσκολη περίοδος για το συγκρότημα. Θεωρητικά το 2006 θα κυκλοφορούσε ο διάδοχος του “Monolithic Baby!” και προγραμματίζονταν οι επανακυκλοφορίες των “Spine of God” και “Tab” καθώς και ευρωπαϊκή περιοδεία. Πρακτικά, δε συνέβη τίποτε από αυτά γιατί ο κύριος Wyndorf αντιμετώπισε κάποια θέματα υγείας – βασικά παραλίγο να τον χάσουμε εξαιτίας ανεπιθύμητων παρενεργειών της οποιασδήποτε χημείας κατέβαζε.

Το “4-Way Diablo” βγήκε το 2007 και φάνηκε ότι κάτι έχει αλλάξει. Παρουσιάστηκαν πιο μαζεμένοι-συντηρητικοί, κάτι μάλλον λογικό μετά την κατραπακιά που έφαγε ο Wyndorf. Αυτό όμως δε σήμαινε ότι δε θα μας έλειπε η τσίτα και η καμένη – μαστουρωμένη έμπνευση στην οποία είχαμε συνηθίσει.

Πριν την ευρωπαϊκή περιοδεία του 2008, οπότε και μας επισκέφθηκαν για τρίτη φορά, ο Caivano αποφάσισε να επιστρέψει στο σχήμα, και το 2009 άλλαξαν πάλι εταιρεία, πηγαίνοντας στη Napalm Records.

Το 2010 κυκλοφόρησε το “Mastermind” και ενώ τα κλασικά χαρακτηριστικά ενός Monster Magnet δίσκου υπάρχουν, υπάρχει πάλι η αίσθηση ότι κάτι δεν είναι σωστό. Σα να λείπει κάτι – όπως ίσως τα κομμάτια που δε λένε να μας ξεκολλήσουν από κεφάλι. Μήπως τελικά ο Wyndorf γράφει καλά μόνο χαμένος στο δικό του κόσμο;

Εκείνο το διάστημα, και ύστερα από μια εικοσαετία περίπου, έφυγε από το συγκρότημα ο Ed Mundell, τον οποίο αντικατέστησε ο Garrett Sweeny των Riotgod.

3 χρόνια μετά το “Mastermind” οι ΜΜ επανήλθαν με το “Last Patrol”. Είναι εμφανής μια τάση προς τις παλιές, καλές ψυχεδελικές και garage μελωδίες και το αποτέλεσμα δε νομίζω ότι μας χαλάει. Ο δίσκος είναι ανώτερος των δύο προηγούμενων και ίσως κατά μια έννοια δικαιώνεται και ο Wyndorf, αφού δείχνει ότι και “καθαρός” γράφει καλη μουσική.

Επόμενη κυκλοφορία τους το “Milking the Stars: A Reimagining of Last Patrol”. Ουσιαστικά πρόκειται για μια διαφορετική οπτική του τελευταίου δίσκου τους (επανηχογραφήσεις 6 κομματιών καθώς και 4 καινούργια) ή αλλιώς, πώς θα ακουγότανε το “Last Patrol” με εντονότερα τα ψυχεδελικά στοιχεία. Σαν να είχε κυκλοφορήσει στα τέλη της δεκαετίας ’60 ένα πράγμα. 

Το ίδιο επιχειρήθηκε το 2015 και με το “Cobras and Fire (The Mastermind Redux)”, μια αναδορμή στο album “Mastermind” του 2010, με επανεκτελέσεις τραγουδιών και προσθήκες ακυκλοφόρητων, συν μια εξαιρετική διασκευή στο “Ball of Confusion” από τους Temptations, ενώ ακολούθησε μια άκρως ενδιαφέρουσα επετειακή περιοδεία, με υλικό από την περίοδο 1993-2001, η οποία πέρασε φυσικά κι από Ελλάδα (live report).

Το σχήμα έχει ήδη ανακοινώσει πως η νέα του δουλειά θα κυκλοφορήσει μέσα στο καλοκαίρι του 2017 κι ότι θα φλερτάρει περισσότερο με την power rock πλευρά της μπάντας, παρά με την πιο ψυχεδελική κι εμείς την περιμένουμε με ανυπομονησία!

Στο δικό του σύμπαν ή μαζί με τους κοινούς, καθημερινούς ανθρώπους ο Wyndorf είναι μια από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του rock, αναμφισβήτητα ταλαντούχος, ξεχωριστός, παρανοϊκός κι άλλα πολλά. Θα τον δούμε ξανά στις 28/05 στο Piraues 117 Academy (Δελτίο Τύπου), για να μας δώσει μια γεύση του διαστήματος που βρίσκεται.

599