SOUNDGARDEN

Όλα ξεκίνησαν στα μέσα του ’80, όταν τρεις, απλοί τότε, άνθρωποι αποφάσισαν να δημιουργήσουν το δικό τους συγκρότημα, το οποίο θα επηρέαζε πολλούς καλλιτέχνες του rock την επόμενη δεκαετία. Εκείνη την “χρυσή” εποχή, όταν ακόμα το είδος της metal και άλλα subgenres της rock μουσικής ήταν στη μόδα, ο νεαρός τραγουδιστής, κιθαρίστας και drummer Chris Cornell, ο κιθαρίστας Kim Thayil και ο μπασίστας Hiro Yamamoto αποφάσισαν να δημιουργήσουν τους θρυλικούς Soundgarden το 1984 και να κάνουν τη δική τους “επανάσταση”.

Μετά από λίγο καιρό όμως, ο Matt Cameron αντικατέστησε τον Cornell πίσω από το drum kit, καθώς ο πρώτος προστέθηκε στο line up της μπάντας το 1986, ενώ ο δεύτερος έδωσε όλη την προσοχή του στα φωνητικά μέρη. Οι Soundgarden αποτελούν έως και σήμερα κομβικό σημείο στην ιστορία της rock μουσικής. Είναι ένα από τα πρώτα και σημαντικά rock σχήματα της grunge, καθώς σήμαναν την αρχή και την “γέννηση” αυτής της σκηνής, με προέλευση από το Seattle. Με αφορμή τη συμπλήρωση των δύο χρόνων από τον θάνατο του πολυταλαντούχου frontman, Chris Cornell, το Rockway σας παρουσιάζει την πλούσια παρακαταθήκη αυτού του τεράστιου συγκροτήματος.



Οι Soundgarden πρωτοεμφανίστηκαν στις αρχές των ’80s με την μπάντα Shremps, στην οποία συμμετείχαν πρώτα ο μπασίστας Hiro Yamamoto και ο τραγουδιστής, κιθαρίστας και drummer Chris Cornell. Αργότερα, o Yamamoto αποχώρησε από το συγκρότημα και την θέση του μπασίστα την πήρε ο κιθαρίστας Kim Thayil. Αυτό είχε ως επακόλουθο για τον Thayil να μετακομίσει στο Ιλινόις και να ιδρύσει εκεί μαζί με τον Yamamoto και τον Bruce Pavitt την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Sub Pop. Οι Shremps δεν κράτησαν για πολύ, γεγονός που οδήγησε τους Cornell, Yamamoto και Thayil στην ίδρυση των Soundgarden το 1984. Δύο χρόνια μετά, ο drummer των Skin Yard, Matt Cameron, έγινε επίσημο μέλος τους. Μέσω της Sub Pop, οι Soundgarden κυκλοφόρησαν δύο EPs, τα “Screaming Life” και “Fopp” το 1987 και το 1988 αντίστοιχα.



Το ντεμπούτο του group, “Ultramega OK”, κυκλοφόρησε προς τα τέλη του 1988 από την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία SST Records. Ο ήχος της μπάντας ήταν αρκετά “ωμός” και “τραχύς”, καθώς συνδύαζε το heavy metal, το psych rock με το hardcore punk, θυμίζοντας έντονα τους Black Sabbath, τους Led Zeppelin, τους MC5 και τους Stooges, αν μη τι άλλο μία αξιοπρόσεχτη μίξη. Οι ηχογραφήσεις του album έλαβαν χώρα στο Σιάτλ την άνοιξη του ίδιου έτους με παραγωγό τον Drew Canulette. Ο Chris είχε δηλώσει πως όλα τα μέλη αντιμετώπιζαν προβλήματα με την τότε εταιρία και τον παραγωγό κατά τις ηχογραφήσεις, γιατί κανείς τους δεν γνώριζε τί συνέβαινε πραγματικά στο Σιάτλ. Το τελικό αποτέλεσμα του album δεν ήταν ακριβώς αυτό που επιθυμούσαν στο 100%. Ωστόσο, όταν κυκλοφόρησε το “Ultramega OK”, οι Soundgarden κατάφεραν να κάνουν περιοδεία στην Αμερική για την προώθησή του και χρόνια μετά κέρδισαν υποψηφιότητα για Grammy στην κατηγορία Best Metal Performance. Το μοναδικό single από αυτόν τον δίσκο είναι το “Flower”, το οποίο είναι και ένα από τα πρώτα τραγούδια της grunge era.



Κατά την διάρκεια της περιοδείας για το πρώτο τους album, οι Soundgarden συνέθεταν τραγούδια για την επόμενη κυκλοφορία τους, η οποία θα παρέμενε μεν underground, αλλά θα απέβαινε ορόσημο για την συνέχεια της πορείας τους. Ο λόγος για το album “Louder Than Love”, το οποίο κυκλοφόρησε στις 5 Σεπτεμβρίου του 1989. Το συγκρότημα κατάφερε να υπογράψει με μία μεγαλύτερη δισκογραφική, την A&M, ένα ευχάριστο γεγονός που δεν κατάφερε όμως να επιλύσει τις διαφορές εντός της μπάντας. Το group αντιμετώπιζε αρκετά προβλήματα κατά την ενορχήστρωση του album, γιατί δεν ήξερε προς τα που να προσανατολιστεί μουσικά, λόγω της απομόνωσης του μπασίστα τους, Hiro Yamamoto. Την λύση βέβαια την έδωσε ο Chris Cornell, αφού κατέγραψε τις ιδέες του, με αποτέλεσμα αρκετά κομμάτια του δίσκου να προέλθουν από αυτόν.

Οι ηχογραφήσεις του πραγματοποιήθηκαν στα London Bridge Studios στο Σιάτλ με παραγωγό τον Terry Date, ενώ τη μίξη του την επιμελήθηκαν οι Steve Thompson και Michael Barbiero. Το album κατάφερε να φτάσει στο No108 στο Billboard 200 και είναι το τελευταίο στο οποίο συμμετείχε ο Hiro Yamamoto προτού αποχωρήσει. Τα πιο γνωστά κομμάτια του είναι το ομότιτλο, το “Hands All Over” και το “Big Dumb Sex”, το οποίο μάλιστα λογοκρίθηκε για τους στίχους του. Οι άλλοτε σατυρικοί και άλλοτε ειρωνικοί στίχοι των τραγουδιών, συνδυαζόμενοι με την πρόσμιξη πολλών “σκοτεινών” μεταλλικών στοιχείων, θα ήταν ο προπομπός για την γένεση ενός “σκληρού” ήχου, που θα έχαιρε αποδοχής από αρκετό κόσμο παγκοσμίως στα επόμενα χρόνια.



Τον Μάρτιο του 1990 άλλαξαν πολλά στη ζωή του frontman Chris Cornell, καθώς ο καλύτερός του φίλος και τραγουδιστής των Mother Love Bone, Andrew Wood (ήταν ένας από τους πρωτεργάτες εκείνης της σκηνής), απεβίωσε από υπερβολική δόση ηρωίνης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ο πρώτος να στραφεί στους Stone Gossard και Jeff Ament των Mother Love Bone για να φτιάξουν το project Temple Of The Dog και να κυκλοφορήσουν ένα δίσκο εις τη μνήμη του. Σε αυτή την προσπάθεια του Cornell, συνέβαλλαν οι Mike McCready, Eddie Vedder και Dave Krusen, οι οποίοι στη συνέχεια με τα εναπομείναντα μέλη των Mother Love Bone (δηλ. τους Stone Gossard και Jeff Ament), θα δημιουργούσαν την ίδια χρονιά τους Pearl Jam, με λίγα λόγια τους συνοδοιπόρους των Soundgarden. Τον επόμενο χρόνο, κατά την έξαρση δηλαδή του grunge, μέσω της A&M Records κυκλοφόρησε το ομώνυμο album τους, πουλώντας πάνω από 1 εκατομμύριο αντίτυπα, όπως επίσης και το τρίτο album των Soundgarden, το “Badmotorfinger”, το οποίο θεωρήθηκε από πολλούς ως το breakthrough τους.

Ύστερα από την φυγή του Yamamoto, τη θέση του μπασίστα την κάλυψε ο Ben Sheperd, συγκεκριμένα την άνοιξη του 1991. Πίσω από την παραγωγή του “Badmotorfinger” βρισκόταν γι’ άλλη μία φορά ο Terry Date, ενώ τα μέλη ηχογράφησαν τα τραγούδια στα Studio D και Bear Creek Studios. Στα τραγούδια του δίσκου αναμειγνύεται ο alternative heavy metal ήχος με εκείνον του grunge, ενώ παράλληλα διακατέχεται από μια “θυμωμένη”, “επαναστατική” και ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, χαρακτηριστικά τα οποία φαίνονται έντονα στα singles “Outshined” και “Rusty Cage”.

Οι Soundgarden τοποθετούνται επάξια στον χάρτη του mainstream και τραβάνε μαζί με τους Nirvana και Pearl Jam όλη την προσοχή προς την πλευρά του Σιάτλ. Το “Badmotorfinger” σκαρφάλωσε σε υψηλή θέση στο Billboard 200, έδωσε υποψηφιότητα στην μπάντα για Grammy για την καλύτερη metal ερμηνεία, ενώ 5 χρόνια μετά έγινε δυο φορές πλατινένιο. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να πούμε πως επισκιάστηκε από τη μεγάλη εμπορική επιτυχία και την δημοτικότητα του “Nevermind”. Τέλος, έδωσε την ευκαιρία στον Cornell και στην παρέα του να παίξουν ως support group στην περιοδεία των Guns ‘n’ Roses για το “Use Your Illusion”.



Τρία χρόνια αργότερα οι Soundgarden κάνουν το comeback τους με ένα ακόμη (και ίσως περισσότερο) mainstream album για την grunge σκηνή, το “Superunknown”, το οποίο “απογείωσε” στην κυριολεξία την καριέρα τους. Κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1994 από την A&M Records και για την παραγωγή του ήταν υπεύθυνος ο Michael Beinhom, ενώ η σύνθεσή του ξεκίνησε όταν το συγκρότημα βρισκόταν σε περιοδεία για το “Badmotorfinger”. Στο “Superunknown”, εδραιώνεται ο όρος του grunge και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του, παρόλο που η μουσική του για πολλούς θεωρείται “δύσκολη”. Έκανε μεγάλη εμπορική επιτυχία καθώς κατάφερε να πουλήσει 310.000 κόπιες την πρώτη εβδομάδα της κυκλοφορίας του, συνολικά 9 εκατομμύρια παγκοσμίως και να πάρει την πρωτιά στο Billboard 200. Κέρδισε υποψηφιότητα για Grammy ως το καλύτερο rock album και έγινε πέντε φορές πλατινένιο. Τα τραγούδια “Black Hole Sun” και “Spoonman” έδωσαν στο συγκρότημα δύο βραβεία Grammy. Το πρώτο μάλιστα ξεπέρασε σε δημοτικότητα το “Smells Like Teen Spirit” των Nirvana στην Αμερική. Μερικά τραγούδια που ξεχώρισαν ακόμα, ήταν τα “Fell On Black Days”, “My Wave” και “The Day I Tried To Live”. Ο Chris Cornell έχει παραδεχθεί στο παρελθόν, πως όλα τα μέλη δούλεψαν πιο σκληρά σε αυτόν τον δίσκο, όσον αφορά στη σύνθεση και στις ηχογραφήσεις. Δήλωσε πως υπήρχε ακόμη μεγαλύτερη ελευθερία κατά τη δημιουργία του και γι’ αυτό δεν βιάστηκαν. Το album συνδυάζει τα πρώιμα και “βαρύτερα” στοιχεία της μπάντας, με μία ποικιλία διάφορων rock επιρροών. Το “Superunknown” παραμένει έως και σήμερα ο πιο πετυχημένος δίσκος τους, γιατί ήταν αυτός με τον οποίο τους γνώρισε ο περισσότερος κόσμος.



Το “Down On The Upside” κυκλοφόρησε ένα χρόνο πριν την οριστική διάλυση του συγκροτήματος. Κανείς δεν φανταζόταν ότι οι Soundgarden μετά από ένα σερί 3 σπουδαίων δίσκων και μετά από τέτοιο καλλιτεχνικό οίστρο θα αποφάσιζαν να χωρίσουν τους δρόμους τους. Τον Μάιο του 1996 βγήκε το πιο “εναλλακτικό” (με όλη τη σημασία της λέξης) και συνάμα το πιο “σκοτεινό” album τους, πάλι μέσω της A&M Records. Ως παραγωγός του και βοηθός στη μίξη του ήταν ο Adam Casper, ενώ τα μέλη ηχογράφησαν τα κομμάτια στα Studio Litho και Bad Animals Studio. Η ηχητική ταυτότητα του grunge για τους Soundgarden επιβεβαιώνεται εδώ για τα καλά και ίσως αυτή η δισκογραφική δουλειά αποτελεί και ένα από τα τελευταία δείγματα αυτού του ρεύματος τη δεκαετία των ’90s. Δεν είναι τόσο heavy όσο τα προηγούμενα albums και εστιάζει περισσότερο στη “σκοτεινή” ατμόσφαιρα, στις μελωδίες και στους στίχους.

Η ανάγκη τους για διαφοροποίηση και ανέλιξη του ήχου τους είναι για εκείνους πρωτίστης σημασίας, ενώ από μουσικής απόψεως ακούγονται διαχρονικοί, φρέσκοι, εφευρετικοί και τουλάχιστον βιωματικοί. Οι ερμηνείες του Cornell εδώ είναι χαρακτηριστικές και αξιοθαύμαστες. Το “Down On The Upside” έφτασε στο Νο2 στο Billboard 200, έγινε Νο1 στην Αυστραλία και στη Ν. Ζηλανδία και πούλησε 200.000 αντίτυπα την πρώτη εβδομάδα. Το 1997 οι Soundgarden ανακοίνωσαν πως διαλύονται και το κάθε μέλος ακολούθησε είτε διαφορετική είτε solo καριέρα. Οι πραγματικοί λόγοι δεν έγιναν ποτέ επίσημα γνωστοί αλλά είχε μαθευτεί πως το συγκρότημα αντιμετώπιζε διάφορα προβλήματα εντός. Μερικές από αυτές ήταν οι διαφωνίες του Cornell με τον κιθαρίστα Thayil για τα μουσικά μέρη και των υπόλοιπων μελών με την συμπεριφορά του Ben Sheperd. Singles που ξεχωρίζουν; Τα “Pretty Noose”, ”Burden In My Head”, “Ty Cobb” και φυσικά το ομώνυμο.



Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα και ύστερα από πολλές πετυχημένες και μη προσπάθειες από τα μέλη να προσφέρουν ποιοτική μουσική ξεχωριστά, αποφασίζουν να ενωθούν ξανά και να χαροποιήσουν πολλούς οπαδούς με αυτήν την είδηση. Το “King Animal” βρισκόταν υπό δημιουργία για τρία χρόνια και είδε το πράσινο φως το Νοέμβριο του 2012. Η διανομή του πραγματοποιήθηκε από την Republic Records στις Η.Π.Α. και από την Vertigo Records στον υπόλοιπο κόσμο. Στην παραγωγή βρίσκουμε πάλι τον Adam Casper μαζί με το ίδιο το συγκρότημα αυτή τη φορά, ενώ οι ηχογραφήσεις του έγιναν στα Studio Avast Recording και Bad Animals Studio στο Σιάτλ και στα Tnc Studios στο Λος Αντζελες. Μετά από αρκετές ακροάσεις καταλαβαίνει κανείς πως το “King Animal” αποτελείται από catchy μελωδίες, δομές που έχουν ενδιαφέρον και έναν ήχο που είναι χαρακτηριστικός, αλλά δεν ήταν ίδιος με αυτόν που κάποτε έκανε επιτυχία.

Υποτιμημένος δίσκος μεν, αξιόλογος για επιστροφή δε. Το “King Animal” ουσιαστικά πρεσβεύει την μουσική ωρίμανση όλων των μελών μετά από τόσα χρόνια από την διάλυση της μπάντας, κι ας μην γνώρισε την αναγνώριση από τον κόσμο. Οι τίτλοι τέλους για τους Soundgarden γράφτηκαν τον Μάιο του 2017, όταν μετά από εφτά χρόνια κοινής μουσικής πορείας, ο Chris Cornell βρέθηκε απαγχονισμένος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του, εξαιτίας του ταλανισμού του από χρόνια κατάθλιψη. Το δυσάρεστο αυτό γεγονός, όπως ήταν λογικό, οδήγησε τους Soundgarden στην οριστική διάλυσή τους, μιας και ο πολυταλαντούχος frontman τους, Cornell, ήταν και θα είναι αναντικατάστατος. Ο κύκλος των Soundgarden δυστυχώς “έκλεισε” οδυνηρά, υποχρεωτικά και τόσο σχετικά σύντομα.

Soundgarden – Taree

“A sucking holy wind will take me from this bed tonight
And bloody wits another hits me and I have to say goodbye…”

506

Avatar photo
About Δικαία Οικονομάκη 83 Articles
Μεταξύ ημέρας και νύχτας η νοσηλεύτρια του περιοδικού απολαμβάνει στον ελεύθερό της χρόνο να ακούει μελωδικές metal μουσικές Σκανδιναβικής προέλευσης που εστιάζουν έντονα στην μελαγχολία και στην ατμόσφαιρα. Βέβαια ποτέ δεν λέει όχι και σε άλλα subgenres της metal μουσικής και στο ευρύ και πολυποίκιλο είδος του rock. Α, και στον καφέ!